Ιερές σύνοδοι

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011



 


ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΩΝ,
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Α)

(Διασκευή των κεφαλαίων ΝΘ΄ και Ξ΄ του Ταμείου Ορθοδοξίας του Επισκόπου Καμπανίας Θεοφίλου)

Υπο

Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙΟΝ. ΔΡΑΓΑ, δφ, δθ, δθ



Προλεγόμενον: Στις 15 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου (787) που έκανε την αναστήλωση των ιερών εικόνων στην λατρεία της ύστερα από τη πρώτη φάση της εικονοκλαστικής διαμάχης (726-780). Έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να υπενθυμίσουμε μερικά βασικά σημεία περί συνόδων και συνοδικότητας στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Εκκλησία των Συνόδων, δηλαδή η Εκκλησία της συνοδικής διαδικασίας. Η έννοια της συνοδικότητας συνδέεται άμεσα με την έννοια της καθολικότητας και οι δυο τους μαζί φανερώνουν την Ορθοδοξία και την οικουμενικότητά της. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται σαν αδιάσειστη οικουμενική βάση της εκκλησιαστικής κανονικότητάς της επτά Οικουμενικές Συνόδους και αρκετές Τοπικές. Όλες τους συνήλθαν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετηρίδας μ.Χ. Στις παραγράφους που ακολουθούν θα εξηγήσουμε γενικά το σκοπό της κάθε μιας Συνόδου και άλλα σχετικά συνοδικά θέματα.

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια Βιθυνίας, 325) κήρυξε τον Υιόν του Θεού ομοούσιο με τον Πατέρα ενάντια στον αιρετικό Άρειο, που βλασφημούσε και έλεγε ότι ο Υιός είναι κτίσμα του Θεού. Ο Υιός δεν ήταν κτίσμα γιατί δεν γεννήθηκε από το μηδέν αλλά από την ουσία του Πατρός και μάλιστα αιώνια. Επίσης, η Σύνοδος αυτή νομοθέτησε για την Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή και για το Άγιο Πάσχα. Δηλαδή δέχθηκε ότι σωστά είχαν προηγουμένως νομοθετήσει περί αυτών οι Άγιοι Απόστολοι με ανάλογο αποστολικό κανόνα.

Η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις Α΄, 381) διακήρυξε ότι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός, είναι Θεός αληθινός και ομοούσιος με τον Υιό, ενάντια στον αιρετικό Μακεδόνιο και στους Πνευματομάχους, που έλεγαν ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι κτίσμα (ποίημα) του Υιού. Επίσης ομολόγησε την αληθινή ανθρωπότητα του Χριστού ενάντια στους Απολλιναριστές που αρνούνταν την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης του ενανθρωπήσαντος Κυρίου και έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είχε λογική ανθρώπινη ψυχή, ή ανθρώπινο νου, γιατί τη θέση αυτή την κατείχε ο θείος Λόγος.

Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος, 431/3) διακήρυξε ότι ο Χριστός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, Θεός αληθινός και άνθρωπος αληθινός λόγω της υποστατικής ενώσεως (του Θείου προσώπου του Υιού του Θεού με την ανθρώπινη φύση) και συνεπώς η Παναγία είναι Θεοτόκος, ενάντια στον αιρετικό Νεστόριο, που έλεγε ότι άλλος ήταν ο Υιός του Θεού και άλλος ο Χριστός υποστατικά (δηλαδή υπήρχαν στο Χριστό δύο πρόσωπα και δύο υποστάσεις που αντιστοιχούσαν στον Υιό του Θεού και στον υιό της Παρθένου Μαρίας).

Η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451) διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός ήταν και Θεός αληθινός και άνθρωπος αληθινός, με δύο φύσεις (τη θεία και την ανθρώπινη) και μετά την υποστατική ένωση, ενάντια στο αιρετικό Ευτυχή και στον Διόσκορο, που έλεγαν ότι οι δύο φύσεις του Χριστού (δηλ. η θεότητα και η ανθρωπότητα) συνήλθαν και ενώθηκαν έτσι ώστε να αποτελέσουν μία φύση και μία υπόσταση μετά την ένωσή τους (που δηλώνει σύγχυση).

Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις Β΄, 553) διευκρίνισε τη Διακήρυξη της Τέταρτης καταδικάζοντας τους Νεστοριανούς που προηγήθηκαν και εκείνους που συνέχισαν να υπάρχουν μετά την καταδίκη του Νεστοριανισμού από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο. Η ίδια Σύνοδος διακήρυξε ότι η διατύπωση “μία φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη” του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας δεν είναι σύμφωνη με την Μονοφυσιτική αίρεση που καταδίκασε η Τέταρτη και συνεπώς είναι ορθόδοξη. Επίσης, η Σύνοδος αυτή καταδίκασε τις Ωριγενιστικές φλυαρίες που βασίζονταν στις ιδέες του Πλάτωνα, όπως π. χ. την προύπαρξη της ψυχής προ της γεννήσεως του σώματος και την κατάργηση της κολάσεως, δηλ. την αποκατάσταση όλων των αμαρτωλών κατά την συντέλεια των αιώνων.

Η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις Γ΄, 680/1) διακήρυξε ότι ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα με τα οποία αποφάσιζε και ενεργούσε και ως θεός και ως άνθρωπος αντίστοιχα. Το δόγμα αυτό των δύο φυσικών θελημάτων του Χριστού, που αντιστοιχούσαν στις δύο φύσεις Του (τη θεία και την ανθρώπινη), διακηρύχθηκε ενάντια στους αιρετικούς πατριάρχες, Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως, Κύρο Αλεξανδρείας, Ονώριο Ρώμης, Πύρρο, Πέτρο και Παύλο Κωνσταντινουπόλεως, Μακάριο (Αντιοχείας) και Θεόδωρο (τον πρωτοσύγκελο του Μακαρίου). Οι ανωτέρω έλεγαν ότι ο Χριστός είχε ένα προσωπικό θέλημα και έτσι έμμεσα συμφωνούσαν με τον μονοφυσιτισμό του Ευτυχή και του Διόσκορου που οδηγούσε σε σύγχυση των δύο φύσεων του Χριστού.

Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια Βιθυνίας Β΄, 787) επικύρωσε και διαβεβαίωσε το εξαίρετο, χρησιμότατο και ευσεβέστατο έθιμο των αγίων Εικόνων, που είχε την αφετηρία του στην αποστολική εποχή. Το έθιμο αυτό πολεμήθηκε από τους εικονομάχους με πολλή λύσσα, γιατί σκοπός τους ήταν να εξαλείψουν από τη μνήμη των χριστιανών τα όσα συντελέστηκαν στη θεία οικονομία της Ενανθρώπησης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και να οδηγήσουν τους χριστιανούς στον Ιουδαϊσμό. Η Σύνοδος όμως απέδειξε ότι οι Ορθόδοξοι αποδίδουν την λατρεία μόνον στην Αγία Τριάδα, ενώ στις εικόνες απονέμουν μόνον τιμή, δηλ. τιμητικό ασπασμό και προσκύνηση.

Προ-Νικαιανές Τοπικές Σύνοδοι: Πριν γίνει η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγιναν διάφορες άλλες, ήδη από την εποχή των αποστόλων και μετά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Τοπική Σύνοδος της Καρχηδόνας (το 251) στην οποία συζητήθηκε υπό την προεδρία του αγίου επισκόπου Καρχηδόνας και μάρτυρος Κυπριανού αν θα έπρεπε να βαπτίζονται ή όχι οι αιρετικοί και σχισματικοί που επέστρεφαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η σύνοδος αυτή αναφέρεται ως η πρώτη τοπική. Μια άλλη εξ ίσου σπουδαία Τοπική σύνοδος έγινε εκείνη την εποχή στην Άγκυρα (το 314) και παρέμεινε γνωστή από τους κανόνες που εξέδωσε. Επίσης προ-Νικαιανή ήταν και η τοπική σύνοδος Νεοκαισαρείας του Πόντου (315) της οποίας οι 15 κανόνες συμπεριλήφθηκαν στο κανονικό δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Μετά-Νικαιανές Τοπικές Σύνοδοι: Μετά την πρώτη οικουμενική σύνοδο έγινε σύνοδος στη Γάγγρα (4ο αιώνα), και μετά στην Αντιόχεια (341) και στη Σαρδική (343). Και οι τρεις αυτές τοπικές σύνοδοι έγιναν δεκτές από τις Οικουμενικές που επακολούθησαν. Ύστερα από την Τέταρτη οικουμενική σύνοδο έγιναν και άλλες τοπικές σύνοδοι που είχαν σκοπό την επικύρωση της Τέταρτης οικουμενικής επειδή για μεγάλο διάστημα υπήρχαν πολλοί που δεν την αναγνώριζαν. Μετά την Πέμπτη οικουμενική που επικύρωσε την Τέταρτη έγιναν πάλι διάφορες τοπικές. Μεταξύ τους ξεχωρίζουν εκείνες που συγκλήθηκαν στη Ρώμη από τους πάπες Θεόδωρο, Μαρτίνο και Αγάθωνα ενάντια στους Μονοθελήτες που καταδικάστηκαν τελικά και οικουμενικά στην Έκτη Οικουμενική Σύνοδο.

Η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος (του Τρούλλου, 691) ήταν συμπληρωματική της Πέμπτης και της Έκτης γι αυτό και λέγεται Πενθέκτη. Ο σκοπός της ήταν νομοθετικός, δηλαδή να καθορίσει το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας, συγκεντρώνοντας τους ιερούς κανόνες που διέπουν την πίστη της και την τάξη της. Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν αυτά που θέσπισαν οι άγιοι απόστολοι, και οι άγιοι πατέρες με συνοδικές διαδικασίες. Το βιβλίο που περιέχει τους κανόνες αυτούς λέγεται Πηδάλιο και έχει εκδοθεί από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809).

Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις, 879/80), που επικύρωσε την Έβδομη κατά των εικονομάχων, συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο όταν Πατριάρχης στη Βασιλεύουσα ήταν και πάλιν ο Μέγας Φώτιος. Στην Σύνοδο αυτή, στην οποίαν παρευρίσκονταν και οι αντιπρόσωποι του πάπα Ρώμης Ιωάννου Η΄, αθωώθηκε η Μέγας Φώτιος από την καταδικαστική απόφαση της λεγόμενης (από τους Ρωμαιο-καθόλικους) Όγδοης Οικουμενικής (Κωνσταντινούπολις, 869). Επίσης, καταδικάστηκε και απαγορεύτηκε κάθε προσθήκη ή αφαίρεση από το «Πιστεύω» της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, όπως η Δυτική προσθήκη του Filioque που υπήρξε και ένας από τους λόγους που διαιρέθηκε η δυτική Εκκλησία από την Ορθοδοξία.

Σύνοδοι στη δεύτερη χιλιετηρίδα: Με την όγδοη Σύνοδο κλείνει η πρώτη χιλιετηρίδα της Εκκλησίας που αποτελεί και την κλασσική εποχή της Ορθοδοξίας. Στη δεύτερη χιλιετηρίδα και μάλιστα μετά το σχίσμα της Εκκλησίας της Ρώμης από τα παλαίφατα Πατριαρχεία της Ανατολικής Εκκλησίας κατά το έτος 1054 έγιναν πολλές, μεγάλες και τοπικές, Σύνοδοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όλες τους προϋποθέτουν τις Συνόδους της πρώτης χιλιετηρίδας, ενώ πολλές από αυτές ονομάζονται οικουμενικές στα πρακτικά τους αν και δεν έχουν αριθμηθεί (9η, 10η, κτλ) εξ αιτίας των πολλών πολιτικών ανωμαλιών που προκλήθηκαν από εμπόλεμες καταστάσεις. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται Σύνοδοι που καταδίκασαν αιρέσεις (όπως οι λεγόμενες Παλαμικές ή Ησυχαστικές του 14ου αιώνα κατά του σχολαστικισμού) ή ψευδο-ενωτικές συνόδους (όπως η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως, 1482 κατά της Φερράρας-Φλωρεντίας), αλλά και σύνοδοι που ασχολήθηκαν με ενδοεκκλησιαστικά κανονικά θέματα (όπως η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως του 1593 που καθόρισε την ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας, ή η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως του 1872 που καταδίκασε το φυλετισμό) κτλ. Με τις συνόδους αυτές θα ασχοληθούμε σε άλλο άρθρο.

Ποιά είναι η διαφορά μεταξύ οικουμενικής και τοπικής συνόδου;

Οικουμενική Σύνοδος: Οικουμενική λέγεται η σύνοδος, κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, όταν είναι παρόντες όλοι οι Ορθόδοξοι πατριάρχες, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσο αντιπροσώπων, και οι επίσκοποι των τοπικών επαρχιών. Στο διάλογό του με το Πύρρο, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει ότι η οικουμενική σύνοδος προϋποθέτει συναίνεση όλων των Πατριαρχών και σύναξη σε συγκεκριμένο τόπο για συγκεκριμένο σκοπό όλων των επισκόπων, μητροπολιτών και πατριαρχών (δηλ. της ιεραρχίας). Ο ίδιος άγιος τονίζει ότι η οικουμενικότητα μιας συνόδου επικυρώνεται από την ευσεβή πίστη και όχι από την απόφαση του βασιλιά, και μάλιστα αναφέρει παραδείγματα συνόδων που συγκλήθηκαν από το βασιλιά σαν οικουμενικές αλλά δεν επικυρώθηκαν, όπως και σύνοδοι που επικυρώθηκαν σαν οικουμενικές αν και δεν συγκλήθηκαν σαν οικουμενικές. Η οικουμενική λοιπόν σύνοδος είναι οικουμενική, κατά τον Μακάριο Αγκύρας, «όχι λόγω της αυτοκρατορίας, αλλά λόγω της πενταρχίας» (δηλ. της συμφωνίας των πέντε πατριαρχείων που απαρτίζουν την Μία αγία καθολική και αποστολική εκκλησία στην οικουμένη). Σήμερα βέβαια η ανά την οικουμένη Ορθοδοξία δεν είναι πενταρχία. Εκτός από τα τέσσερα παλαίφατα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων υπάρχουν και τα Πατριαρχεία Ρωσίας (1593), Σερβίας (1897), Ρουμανίας (1925), Βουλγαρίας (1961), Γεωργίας (1991), και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίας, Κύπρου (431), Ελλάδος (1850), Πολωνίας (1927), Αλβανίας (1937) και Τσεχίας και Σλοβακίας (1998).

Τοπική Σύνοδος: Βάσει τον ανωτέρω, γίνεται σαφές ότι τοπική σύνοδος είναι κάθε σύνοδος που απαρτίζεται από αρχιερείς μιας ή περισσοτέρων τοπικών αυτοκεφάλων εκκλησιών, όχι όμως όλων. Είναι προφανές ότι υπάρχουν διάφορα είδη τοπικών συνόδων: Υπάρχει κατ αρχήν η τοπική σύνοδος μιας οιασδήποτε αυτοκέφαλης (τοπικής) Εκκλησίας, όπως η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υπάρχουν επίσης οι επαρχιακές σύνοδοι μιας οιασδήποτε αυτοκέφαλης (τοπικής) εκκλησίας, όπως η Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης, ή η Επαρχιακή Σύνοδος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής.

Επιλεγόμενα: Οφείλουμε να προσθέσουμε στις γενικές αυτές πληροφορίες και τα εξής σπουδαία επιλεγόμενα. Ότι η «σύνοδος», είτε οικουμενική είτε τοπική, δεν είναι ούτε «συνέδριο», ούτε «συμβούλιο», ούτε «κογκρέσο», ούτε «συνέλευση»., διότι δεν είναι ούτε επιλεκτική, ούτε προσωποληπτική, αλλά καθολική και περιεκτική, τόσο στα τοπικά, όσο και στο οικουμενικό επίπεδο. Κατά τον Θεόφιλο Καμπανίας η Αγία του Θεού Εκκλησία έχει μετά τα τέσσερα Ευαγγέλια (δηλ. το Ένα τετράμορφο Ευαγγέλιο) σαν κριτήριο ευσέβειας, ορθοδοξίας και τάξεως τις ιερές συνόδους. Η Τέταρτη οικουμενική σύνοδος τονίζει ότι, ούτε βασιλιάς, ούτε άλλη σύνοδος μπορεί να αθετήσει τους κανόνες των αποστόλων και των οικουμενικών συνόδων. Οι αρχιερείς που αποτελούν τα μέλη των συνόδων φορούν το ωμοφόριο στις συνόδους σαν ένδειξη της ευαγγελικής αποστολής τους και της αποστολικής τους διαδοχής. Όσοι αρχιερείς κατακρίνονται στη σύνοδο εκδύονται το ωμοφόριο και καθαιρούνται. Η σύνοδος είναι το όργανο της ανώτατης εξουσίας στην Ορθοδοξία. Αυτό απαιτεί η αποστολική παράδοση όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων. «Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι, ότι εδέχθη η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και τον Ιωάννην, οίτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αυτών όπως λάβωσιν Πνεύμα Άγιον» (Πραξ. 8:14). Στο εδάφιο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι πρόκριτοι των αποστόλων, ο Πέτρος και ο Ιωάννης, υποτάσσονταν στη σύνοδο των Αποστόλων. Ο ιερός αυτός αποστολικός θεσμός της συνόδου είναι κριτήριο ορθοδοξίας. Τέτοια είναι η δύναμή του, λεει ο Καμπανίας, ώστε να καταδικάζει τους αντιφρονούντες ακόμη κι αν αυτοί είναι επίσκοποι Ρώμης, ή Κωνσταντινούπολης, η Αλεξάνδρειας, ή οποιασδήποτε άλλης επαρχίας. Η καταστρατήγηση του θεσμού αυτού αποτελεί εωσφορικό σφετερισμό της μοναδικής θέσεως του Χριστού στην Εκκλησία, δηλ. της αδιάσειστης αλήθειας ότι Κεφαλή και κριτής της Εκκλησίας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο οποίος είναι παρών δια του Αγίου Πνεύματος.