Ιστορία της εκκλησίας(3/3)

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011


(Συνέχεια από το προηγούμενο)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
του Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ
Καθηγητού Πατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Μεταγλώττιση και διασκευή στην Νεοελληνική
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Δράγα, δφ, δθ.
  Καθηγητού Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης
Μέρος 1ον : Η Εκκλησία των Εννέα Πρώτων Αιώνων
γ. ο εκκλησιαστικός βίος κατά τους 9 πρώτους αιώνες (33 -876 Μ.Χ.)
  1. Η Διοίκηση της Εκκλησίας – Ο Κλήρος

Όσο ζούσαν οι Απόστολοι είχαν εκείνοι την γενική επίβλεψη επί όλης της Εκκλησίας.  Οι Ευαγγελιστές διέδιδαν το Ευαγγέλιο και όποιος είχε πνευματικό χάρισμα κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Επτά άντρες στα Ιεροσόλυμα ασχολούνταν αποκλειστικά με την διανομή ελεημοσύνης στους φτωχούς.  Σε κάθε εκκλησία που ίδρυαν οι Απόστολοι, εγκαθιστούσαν προϊστάμενους της κοινότητας (τους επισκόπους) οι οποίοι διάλεγαν ικανούς άνδρες ως πρεσβυτέρους και διακόνους. Επίσης από τους χρόνους των αποστόλων (μέχρι τον Η’ αιώνα στην Ανατολή) υπήρχαν διακόνισσες (πρεσβυτέρες ή χήρες)  που φρόντιζαν για την κατήχηση των γυναικών, παραστέκονταν στην βάφτισή τους και ασχολούνταν με φιλανθρωπικά έργα.
Ο επίσκοπος θεωρούνταν διάδοχος των αποστόλων και διεύθυνε τις εκκλησιαστικές υποθέσεις της κοινότητας.  Από το τέλος του Β’ αιώνα, άρχισαν να συγκαλούνται εκτάκτως οι επίσκοποι σε συνόδους για την επίλυση εκκλησιαστικών ζητημάτων. Από τις αρχές του 3ου αιώνα άρχισαν να συνέρχονται ετησίως οι επίσκοποι κάθε επαρχίας στην πρωτεύουσα της - την μητρόπολη – για να συσκεφθούν για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις της επαρχίας. Σε αυτές τις συνόδους  προέδρευε ο επίσκοπος της μητρόπολης της επαρχίας (ο μητροπολίτης) ο οποίος σιγά-σιγά κατέλαβε την ανώτατη βαθμίδα ανάμεσα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του. Χωρίς την γνώμη του δεν μπορούσε να χειροτονηθεί επίσκοπος και αυτός είχε την ανώτατη επίβλεψη των εκκλησιαστικών ζητημάτων της επαρχίας του.
Από τους μητροπολίτες αυτούς, πάλι από νωρίς διακρίθηκαν οι μητροπολίτες των τριών ενδοξότερων πόλεων, όπου οι απόστολοι είχαν κηρύξει το ευαγγέλιο (αποστολικές έδρες), της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας και αργότερα της Κωνσταντινούπολης και των Ιεροσολύμων. Οι πέντε αυτοί μητροπολίτες (που ονομάζονταν αρχιεπίσκοποι και έξαρχοι, και από τον 5ο αιώνα πατριάρχες) απέκτησαν λίγο-λίγο εξουσία και δύναμη ανάμεσα στους υπόλοιπους μητροπολίτες της περιφερείας τους και έτσι διαμορφώθηκε το πατριαρχικό σύστημα. Οι Πατριάρχες ήταν όλοι ίσοι ανάμεσα τους ως προς την εξουσία. Ο Πατριάρχης Ρώμης είχε μονάχα πρωτεία τιμής και μετά από εκείνον ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα θα δούμε πως ο Πατριάρχης Ρώμης καθώς ήθελε να γίνει Πατριάρχης των Πατριαρχών έγινε η αιτία του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση.
Από το 250 και μετά, πρώτα στη Ρώμη, εμφανίζονται και τα κατώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα (υποδιάκονος, αναγνώστης).
Στην εκλογή του επισκόπου και του υπόλοιπου κλήρου συμμετείχε και ο λαός αλλά σιγά-σιγά έχασε τα δικαιώματά του.
Ο κλήρος στην Ανατολή ήταν έγγαμος. Στη Δύση γρήγορα επιβλήθηκε η γενική αγαμία του κλήρου, και από του Δ’ αιώνα καθορίστηκε και συνοδικά. Στην Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (325) κάποιοι δυτικοί πρότειναν να επιβληθεί παντού η αγαμία του κλήρου, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε μετά από ομιλία του ασκητή Παχώμιου που τόνισε τους ηθικούς κινδύνους που θα συνεπαγόταν η αναγκαστική αγαμία.  Γρήγορα όμως επικράτησε η συνήθεια οι επίσκοποι να προέρχονται από μοναχούς, και τον Δ’ και Ε’ αιώνα είναι πλέον εξαίρεση ο έγγαμος επίσκοπος.  Ο Ιουστινιανός απαγόρεψε με νόμο τον έγγαμο βίο στους επισκόπους και τέλος η σύνοδος του Τρούλλου (στην Κωνσταντινούπολη) το 692, διάταξε ότι ο επίσκοπος πρέπει να είναι άγαμος ή χήρος ή εάν ζει η σύζυγός, ο άνδρας της θα μπορούσε να γίνει επίσκοπος μονάχα αν με τη συγκατάβαση και των δύο θα δεχόταν να αποσυρθεί εκείνη σε μοναστήρι.
Για τον υπόλοιπο κλήρο επιτρεπόταν ο γάμος, αλλά ένας μονάχα και πριν την χειροτονία ως διάκονος.  Στους κληρικούς απαγορευόταν να παντρεύονται με γυναίκες που ήταν χήρες, ηθοποιοί και γενικά  κατώτερων ηθών.
Επειδή θεωρήθηκε ανάρμοστο οι κληρικοί να αλλάζουν ενδύματα ανάλογα με την μόδα, καθιερώθηκε ιδιαίτερο ένδυμα για αυτούς  (το ράσο), αλλά και τα ιερά άμφια για την τέλεση των μυστηρίων.
Επίσης ορίστηκε να μην μπορεί να γίνει κάποιος διάκονος άμα δεν έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του και πρεσβύτερος άμα δεν έχει συμπληρώσει το 30ο έτος.
Οι κληρικοί έκοβαν τα μαλλιά τους και ξύριζαν κάποιες τρίχες στο κεφάλι τους (την παπαλήθρα) ως ένδειξη περιφρόνησης προς τα εγκόσμια.  Ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ατιμωτικό για ένα άντρα να αφήνει μακριά μαλλιά.  Η Οικουμενική Σύνοδος του Τρούλλου (692) όρισε ότι οι μοναχοί που αφήνουν μακριά μαλλιά οφείλουν ή να φύγουν στην έρημο ή να κόψουν τα μαλλιά τους και να μπουν σε μοναστήρι.  Πώς έγινε και αργότερα καθιερώθηκε στην Ανατολή οι κληρικοί να έχουν μακριά μαλλιά δεν γνωρίζουμε.
Επειδή τα θεάματα ήταν εκείνη την εποχή άσεμνα και απάνθρωπα, απαγόρευσε η Σύνοδος του Τρούλλου στους κληρικούς να πηγαίνουν σε αυτά. Πολλοί ήταν βέβαια εκείνοι που υποστήριζαν πως η Σύνοδος απαγόρευσε την είσοδο μόνο σε εκείνα τα θεάματα που ήταν άσεμνα και όχι σε όλα, και ιδιαίτερα σε όσα έδινε την άδειά του και παρευρισκόταν  ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Η συντήρηση του κλήρου γινόταν από εκούσιες προσφορές. Όταν το κράτος άρχισε να υποστηρίζει οικονομικά την εκκλησία, άρχισε και να αναμειγνύεται και στα εσωτερικά της ζητήματα. Πολλοί μάλιστα αυτοκράτορες, επειδή στέφονταν από την εκκλησία, νόμιζαν πως ήταν συγχρόνως και ιερείς, όπως στο παρελθόν οι εθνικοί αυτοκράτορες ήταν και αρχιερείς της εθνικής θρησκείας, και έτσι απαιτούσαν να έχουν λόγο στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Αρκετοί κληρικοί δέχονταν αυτές τις τάσεις, υπήρχαν όμως και πολλοί δυναμικοί κληρικοί που δεν έδιναν αυτό το δικαίωμα στους αυτοκράτορες. Η ανάμειξη αύτη των αυτοκρατόρων στα εσωτερικά της εκκλησίας προκάλεσε προβλήματα αρκετές φορές,  επειδή εκείνοι δεν γνώριζαν τα θρησκευτικά ζητήματα και εύκολα γίνονταν όργανα της μιας ή της άλλης μερίδας και προσπαθούσαν με βία να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Η βία αυτή δημιουργούσε προστριβές. Δυστυχώς γρήγορα ξεχάστηκε πως η πίστη είναι προϊόν εσωτερικής πεποίθησης, και όχι εξωτερικής βίας, και ότι τα ζητήματα της πίστεως δεν μπορεί να τα καθορίζουμε αυθαίρετα.
Από τον τέταρτο αιώνα και μετά, όταν σοβαρά ζητήματα απασχολούσαν την εκκλησία, οι αυτοκράτορες καλούσαν όλους τους επισκόπους του κράτους για να αποφασίσουν (οικουμενικοί σύνοδοι). 
2. Τα ήθη του Χριστιανικού λαού: οι Ασκητές – ο Μοναχικός βίος – τα Μέτρα της εκκλησίας για τους αμαρτωλούς.
Η ζωή των πρώτων Χριστιανών ήταν καθρέπτης της ηθικής του Ευαγγελίου. Οι Χριστιανοί ζούσαν ως μέλη μιας οικογένειας. Όλοι όσοι πίστευαν είχαν «μια καρδιά και μια ψυχή.»  Ένα νέο πνεύμα, μια νέα δύναμη ανακαίνιζε τον άνθρωπο, ο εγωισμός θανατώθηκε. Ο καθένας αγαπούσε τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, πουλούσε οικειοθελώς ό,τι είχε και έδινε τα κέρδη στους Αποστόλους που τα μοίραζαν στους φτωχούς. Η ψύχη της κοινότητας ήταν η αγάπη. Βέβαια, καμία ανθρώπινη κοινότητα δεν είναι τελείως απαλλαγμένη από το κακό. Έτσι, και σε αυτή την πρώτη περίοδο υπήρχαν άνθρωποι πονηροί, ανήθικοι και απατεώνες, όμως αυτό ήταν η εξαίρεση και η εξαίρεση επέφερε την ανάλογη τιμωρία.
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, την εποχή των διωγμών, η ηθική των Χριστιανών ήταν άπταιστη.  Όλοι θαύμαζαν, –και μερικοί αναίσθητοι κορόιδευαν– την αδελφική αγάπη των Χριστιανών, την φιλανθρωπία, την αυταπάρνηση, την ιερή τόλμη που επέδειχναν κατά τους διωγμούς, την ταπεινοφροσύνη και την αυστηρότητα των ηθών τους. Οι οικογενειακοί δεσμοί έγιναν πιο ισχυροί. Η θέση της γυναίκας ανυψώθηκε σταδιακά., και σ’ αυτό συντέλεσε πολύ το γεγονός ότι ο γάμος έγινε πλέον ιερός δεσμός τον οποίο ευλογούσε η εκκλησία. Ο δούλος ήταν αδελφός εν Χριστώ.
Από τον Β’ αιώνα, κάποιοι άντρες και γυναίκες προσπαθούσαν με υπερβολική εγκράτεια, συνεχή νηστεία και προσευχή να ανυψωθούν στον Θεό.  Αυτοί στην αρχή έμεναν μέσα στις πόλεις.  Μερικές φορές όμως, στον καιρό των διωγμών, πολλοί που νόμιζαν πως δεν είναι δυνατή η εξάσκηση της αρετής μέσα σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, και για να αποφύγουν την μανία των διωγμών, αποσύρονταν προσωρινά στην έρημο για άσκηση.
Κατά την παράδοση, ο πρώτος που αποσύρθηκε για όλη του την ζωή στην έρημο και επομένως θεωρείται ιδρυτής της ασκητικής ζωής, είναι ο Παύλος ο Θηβαΐδος, που έζησε 97 χρόνια σε μια βραχώδη σπηλιά στην έρημο της Αιγύπτου όπου και πέθανε (κατά το 350).  Σπουδαίος ασκητής ήταν και ο Άγιος Αντώνιος, ο πλούσιος νέος, ο οποίος, αφού πούλησε όλα τα υπάρχοντά του, αποσύρθηκε στην Αιγυπτιακή έρημο. Η μεγάλη φήμη που απόκτησε, ώθησε πλήθος μαθητών κοντά του.  Πέθανε το 356 σε ηλικία 105 ετών.
Όταν τελείωσαν οι διωγμοί, η Χριστιανική κοινότητα οπωσδήποτε άλλαξε όψη. Η χριστιανική ηθική διατηρήθηκε ακμαία. Ιδιαίτερα ανάμεσα στον κλήρο, αναδείχτηκαν σπουδαίοι άντρες των οποίων η αρετή και το άψογο ήθος αποτέλεσαν πρότυπα για όλους τους αιώνες.  Αλλά και στην κοινωνία ήταν εμφανής η επίδραση της χριστιανικής ηθικής. Η κατάργηση των ακόλαστων θεαμάτων, των θηριομαχιών, της πολυγαμίας, η ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ήταν όλα έργα της χριστιανικής αγάπης.
Από την άλλη πλευρά, η εξάπλωση του Χριστιανισμού σε ευρύτερα πλήθη και ιδίως ο αναγκαστικός εκχριστιανισμός της εποχής του Ιουστινιανού, έφερε στους κόλπους της εκκλησίας πολλούς κατ’ όνομα χριστιανούς χωρίς χριστιανικές πεποιθήσεις και καρδιά. Γίνονταν Χριστιανοί, αλλά διατηρούσαν τις παλιές τους συνήθειες.  Η δεισιδαιμονία, όπως έλεγε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η πίστη σε οιωνούς και μαγείες και φυλαχτά άρχισε να αυξάνει. Επιπλέον, η νίκη του Χριστιανισμού μέσω του Μεγάλου Κωνσταντίνου έφερε κάποια αλαζονεία και πόθο για εκδίκηση κι έτσι άρχισε να αναπτύσσεται μια σκληρότητα απέναντι στους αλλόδοξους. Αλλά και οι συνεχείς θεολογικές συζητήσεις αναβίωναν τα πάθη. Έτσι, και η ακολασία και η μαλθακότητα αυξάνονταν μέρα με την μέρα.
Η αύξηση της ακολασίας έφερε και ως αντίδραση την εξάπλωση του ασκητικού βίου. Πλήθος από ασκητές αποσύρονταν στην έρημο για να αποφύγουν την κακία του κόσμου και να μείνουν αμόλυντοι. Πρώτος που αποσύρθηκε στην αιγυπτιακή έρημο ήταν ο μαθητής του μεγάλου Αντωνίου, ο Παχώμιος (+ 340), που μάζεψε πολλούς ασκητές μαζί του και έτσι ξεκίνησε ο μοναχικός βίος. Ο Παχώμιος ίδρυσε και το πρώτο γυναικείο μοναστήρι. Ο Μέγας Βασίλειος συνέταξε τους μοναχικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόστηκαν σε όλη την Ανατολή. Από τότε άρχισαν να χτίζονται μοναστήρια κοντά στις πόλεις.
Τρία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του μοναχικού βίου: η υπακοή, η ακτημοσύνη και η παρθενία.
Ο μοναχικός βίος αναπτύχθηκε στην Ανατολή πολύ γρήγορα.  Ο Παχώμιος ήδη είχε 7000 μαθητές μαζί του. Όμως υπήρχαν και πολλοί άλλοι, ιδίως στην Αλεξάνδρεια, που ζούσαν σαν ασκητές, αλλά πολλοί από αυτούς έφτασαν σε υπερβολικές κακουχίες νομίζοντας πως έτσι ευχαριστούν το Θεό. Έτσι, π.χ. οι Στυλίτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο Συμεών ο Στυλίτης (+460) που έζησε επάνω σε ένα στύλο κοντά στην Αντιόχεια για 30 χρόνια, κήρυττε την μετάνοια στους ανθρώπους.
Από το τέλος του 4ου αιώνα έγινε γνωστός ο μοναχικός βίος και στη Δύση. Στην αρχή δεν είχε μεγάλη απήχηση. Ο Βενέδικτος, το 529, μεταρρύθμισε και οργάνωσε τον μοναχικό βίο στην Δύση και εισήγαγε στα μοναστήρια και την εργασία.
Τα μοναστήρια, εκτός από τον πνευματικό τους σκοπό, ήταν και καταφύγια για τους διωκόμενους και τους καταπιεζόμενους, άσυλα για τους φτωχούς, τους ασθενείς και δυστυχισμένους, και γρήγορα έγιναν εστίες γραμμάτων.
Αργότερα στα χρόνια της σκλαβιάς, ποτέ δεν έλειψε η παιδεία στην Ανατολή, και κατά μεγάλο βαθμό αυτό οφειλόταν στα μοναστήρια. Εκεί επιζούσε και αναπτυσσόταν πάντοτε η αγάπη προς την πατρίδα.  Εκεί μπορούσε να βρει κανείς τα πρότυπα του χριστιανικού βίου.
Όμως, όπως και όλα τα άλλα σ’ αυτό τον κόσμο, έτσι και ο μοναχικός βίος είχε τις κακίες του πλευρές. Αν και πολλοί μοναχοί ήταν μορφωμένοι, υπήρχαν και πολλοί που ήταν αγράμματοι, και ως αγράμματοι ήταν φανατικοί, δημιουργούσαν εμπάθειες στις θεολογικές συζητήσεις, και γινόντουσαν εύκολα όργανα του ενός ή του άλλου με αποτέλεσμα να λησμονείται το κύριο γνώρισμα των μαθητών του Χριστού, η αγάπη. Αν και στην πλειοψηφία τους ήταν ενάρετοι, πολλοί ήταν και οι διεφθαρμένοι. Κίνητρο για την είσοδο στα μοναστήρια δεν ήταν μόνο η πνευματική ανάγκη, αλλά γρήγορα άλλα κατώτερα κίνητρα έφερναν τα πλήθη στα μοναστήρια: όπως η φιλοδοξία, η φυγοπονία, η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων της πολιτείας. Πολλοί που αντιμετώπιζαν στη ζωή τους μέσα στην κοινωνία αφόρητες δυσκολίες εύρισκαν καταφύγιο στα μοναστήρια, αλλά σύντομα και η κοινωνία όρισε σαν ποινή τον υποχρεωτικό εγκλεισμό σε μοναστήρι. Αν και πολλοί μοναχοί ήταν ταπεινόφρονες, πολλοί ήταν και αλαζόνες και η αλαζονεία τους έβλαψε πολύ την κοινωνική ηθική.  Νόμιζαν πως μόνο εκείνοι είναι ηθικοί, οι εκλεκτοί, και περιφρονούσαν την κοινωνία και την πολιτεία θεωρώντας αυτές σαν μολυσμένες. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα της διπλής ηθικής, - της ηθικής πρώτης τάξης (των μοναχών) και της δεύτερης τάξης (του λαού).  Οι λαϊκοί επέτρεπαν στην συνείδησή τους αρκετά ελαφρυντικά, με την δικαιολογία ότι δεν ήταν μοναχοί, ενώ οι μοναχοί, με βάση τις πολλές προσευχές και νηστείες, διαφοροποιούσαν τους εαυτούς τους από τον λαό. Τελικά στερήθηκε η κοινωνία πολλά από τα παιδιά της τα οποία είχε ανάγκη και αυξήθηκε η τάση προς την απραγία. Βέβαια, σήμερα, η κοινωνία αναζητεί αλλού τα ιδεώδη της, γιατί έχει εκλείψει ο λόγος που ενίσχυε τον μοναχικό βίο. Αλλά επίσης σήμερα, η αρετή αναδεικνύεται μέσα από τους αγώνες της ζωής και της προσφοράς στην κοινωνία και όχι σαν αποφυγή από τους αγώνες αυτούς.  Σήμερα, εκτιμάται η κοινωνική αρετή, η αρετή που δεν φροντίζει μόνο για την σωτηρία του ατόμου, αλλά του συνόλου της κοινωνίας και ενάρετος δεν είναι ο υπερβολικά καλός, αλλά και «εκείνος που δίνει την ψυχή του υπέρ των προβάτων
Οι Απόστολοι είχαν ήδη συστήσει στους ποιμένες της εκκλησίας να απομακρύνουν από την εκκλησιαστική κοινωνία τους υπερβολικά αμαρτωλούς και να τους δέχονται πίσω μόνο μετά από ειλικρινή μετάνοια. Από τον 3ο αιώνα και μετά, η Εκκλησία καθόρισε τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στην μετάνοια. Τον πρώτο χρόνο της μετάνοιας οι μετανοούντες στέκονταν στην πόρτα του ναού ντυμένοι με ρούχα πένθους και κλαίγοντας ζητούσαν συγγνώμη. Έπειτα από καιρό τους επέτρεπαν να ακούνε το ευαγγέλιο και το κήρυγμα  από ένα ξεχωριστό μέρος της εκκλησίας. Αργότερα, μπορούσαν γονατιστοί να συμμετέχουν σε προσευχές, και μετέπειτα μπορούσαν να παρακολουθούν όλη την λειτουργία, όχι όμως και την Θεία Ευχαριστία. Τελικά, μετά από μία περίπου διετία, μπορούσαν να παίρνουν μέρος και στη Θεία Ευχαριστία και γίνονταν δεχτοί στην χριστιανική κοινωνία. Με τον καιρό, η περίοδος της μετάνοιας περιοριζόταν. Από τον 5ο αιώνα και μετά, λόγω της αύξησης των πιστών, ήταν δύσκολη η εφαρμογή αυτών των κανόνων.
Επειδή μερικοί ζητούσαν να μην συγχωρεί η Εκκλησία τους πολύ αμαρτωλούς και εκείνους που θυσίασαν στα είδωλα στην περίοδο των  διωγμών, αλλά να τους αφήνει στην κρίση του Θεού, αποσχίστηκαν από την Εκκλησία, όπως είδαμε, και έτσι προέκυψε το σχίσμα των Μοντανιστών (2ος αιώνας), των Ναυατιανών (3ος αιώνας) και των Δονατιστών (4ος αιώνας).
3. Η Λατρεία κατά τους πρώτους εννέα αιώνες
α) Οι ιεροί ναοί: Οι πρώτοι χριστιανοί που προήλθαν από τους Εβραίους συνέχισαν να προσεύχονται στον ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα (μέχρι το 70 μ.Χ., γιατί τότε καταστράφηκε ο ναός αυτός από τους Ρωμαίους με αρχηγό τον Τίτο) αλλά και σε ιδιωτικούς οίκους. Στην περίοδο των διωγμών οι χριστιανοί κατέφευγαν και προσευχόντουσαν σε κρύπτες και κατακόμβες. Από το τέλος του 2ου αιώνα άρχιζαν να χτίζονται ιδιαίτερα κτίρια για την λατρεία, οι ναοί ή εκκλησίες, που ήταν φτωχικά. Τον 3ο αιώνα υπήρχαν αρκετοί ναοί. Από τότε όμως που απόκτησε η Εκκλησία την ελευθερία της από τον Μ. Κωνσταντίνο άρχισαν να οικοδομούνται μεγαλοπρεπείς ναοί. Ο ίδιος ο Μ. Κωνσταντίνος έχτισε τέτοιους ναούς σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ανατολής. Στον τόπο του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρισκόταν ναός της Αφροδίτης, έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός αυτός και να ανεγερθεί ο μεγαλοπρεπής ναός της Αναστάσεως του Σωτήρα Χριστού. Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσε το ναό των αγίων Αποστόλων και τον ναό της Σοφίας του Θεού (όχι της Αγια-Σοφιάς).
Οι ναοί χτίζονταν με βάση διάφορα σχέδια. Από τον 4ο αιώνα επικράτησε ο καλούμενος ρυθμός της βασιλικής (ένα επίμηκες τετράγωνο που κατέληγε στο ανατολικό μέρος σε ένα κοίλο ημικύκλιο και είχε εσωτερικά κολόνες που υποδιαιρούσαν σε κλίτη τον χώρο του και στήριζαν μια επίπεδη οροφή). Από τον ρυθμό αυτό προήλθε σε σύντομο διάστημα ο βυζαντινός ρυθμός που είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό του τον θόλο, δηλ. τον τρούλο. Ο ρυθμός αυτός επικράτησε πολύ γρήγορα στην Ανατολή και διαδόθηκε αργότερα και στη Δύση. Το τελειότερο πρότυπό του είναι ο ναός της Σοφίας του Θεού στην Κωνσταντινούπολη. Ωραιότατο ναό της Σοφίας του Θεού έχτισε στην Κωνσταντινούπολη ο Μ. Κωνσταντίνος, τον οποίο ανοικοδόμησε σε πιο ευρύχωρο σχήμα ο υιός του Κώνστας. Όταν εξορίστηκε ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την Κωνσταντινούπολη (403), ο λαός έβαλε φωτιά στο ναό αυτό, που ξαναχτίστηκε το 415. Την εποχή του Ιουστινιανού καταστράφηκε και πάλι ο ναός αυτός από φωτιά στην στάση του Νίκα (532). Ξαναχτίστηκε όμως αμέσως μετά την λήξη της στάσης από τον Ιουστινιανό. Ήταν το ίδιο έτος που κατατέθηκε το θεμέλιο του νέου κτιρίου, που ήταν μεγαλοπρεπέστατο και θεωρήθηκε σαν ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της τέχνης. Το 537 που ολοκληρώθηκε και έγινα τα εγκαίνια, λέγεται ότι ξεστόμισε ο Ιουστινιανός εκείνο το «Νενίκηκά σε Σολομών.» Εννοούσε με αυτό ότι ο ναός αυτός ήταν ανώτερος από τον άλλον εκείνο περίφημο ναό των Ιεροσολύμων που είχε ιδρύσει ο Σολομών. Η αποκατάσταση αυτή του ναού της Σοφίας του Θεού στην Κωνσταντινούπολη υπολογίζεται ότι στοίχισε 360 εκατομμύρια δραχμές. Μέσα στον ναό αυτό συσσωρεύτηκε πολύ χρυσάφι, πολύτιμοι λίθοι και αριστουργήματα τέχνης. Στο μέσον της αυλής του στήθηκε μια υπαίθρια φιάλη στην οποία χαράχτηκε η περίφημη επιγραφή: ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ, η οποία απόδιδε την ίδια φράση όταν διαβαζόταν και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Τα πιο αξιοθαύμαστα στοιχεία στον ναό αυτό ήταν η αρμονία του , η ελαφρότητά του παρά τον όγκο του, και το άπλετο φως του. Το 558 έπεσε ο θόλος του από σεισμό και επισκευάστηκε αμέσως, σε κομψότερο στυλ που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Από τον 2ο αιώνα και μετά οι εκκλησίες στολίζονταν με εικόνες και κοσμήματα. Στην δυτική Εκκλησία εισήλθαν και τα γλυπτά, τα οποία ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν στην ανατολική Εκκλησία.
Β) Οι ιερές τελετές: Ο Ιησούς Χριστός παράγγειλε στους μαθητές του να βαπτίσουν όλα τα έθνη. Πριν το βάπτισμα γινόταν η κατήχηση. Αμέσως μετά υιοθετήθηκε ο νηπιοβαπτισμός, που τελικά καθιερώθηκε παντού από τον 6ο αιώνα και μετά. Ωστόσο καθορίστηκε ο θεσμός του αναδόχου (νονού), που όφειλε να υποσχεθεί στην Εκκλησία ότι θα φρόντιζε για την θρησκευτική ανατροφή του νεοφώτιστου και για αυτό έλεγε ο ίδιος το Πιστεύω αντί εκείνου. Από τον 3ο αιώνα προστέθηκαν οι εξορκισμοί. Η σύνδεση του βαπτίσματος με το χρίσμα έγινε ήδη από την αποστολική εποχή. Η επάλειψη με το λάδι για τους ασθενείς (το ευχέλαιο) είχε ήδη συστηθεί από τον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρίου.
Και τον γάμο παρέλαβε η Εκκλησία και τον κατάστησε ιερό και αδιάλυτο θεσμό. Τα στέφανα και τα δακτυλίδια προήλθαν από εθνικά έθιμα αλλά πήραν χριστιανικό χαρακτήρα. Η εξομολόγηση γινόταν στην αρχή δημόσια. Από τον 4ο όμως αιώνα ορίστηκαν εξομολόγοι πρεσβύτεροι για ιδιωτική εξομολόγηση, αλλά ο πατριάρχης Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως αναγκάστηκε να καταργήσει αυτήν την διευθέτηση όταν εξεγέρθηκε ο λαός στο άκουσμα ότι κοινοποίησε κάποιος πρεσβύτερος  την εξομολόγηση κάποιας ευγενούς κυρίας. Από τότε η εξομολόγηση αφέθηκε στην συνείδηση του καθενός χριστιανού. Αργότερα όμως επανήλθε η διευθέτηση της ιδιωτικής εξομολόγησης.
Από την αποστολική ήδη εποχή οι χριστιανοί συναθροίζονταν για να προσευχηθούν «εν μια καρδία.» Στις συναθροίσεις αυτές τελούσαν την θεία Ευχαριστία, σαν λογική θυσία προς τον Θεό και εις ανάμνηση του μυστικού Δείπνου του Κυρίου. Στην αρχή η τέλεση της Θ. Ευχαριστίας  γινόταν το βράδυ στα κοινά γεύματα των χριστιανών, που ονομάζονταν «αγάπαι» και κατά τα οποία έψελναν ύμνους και προσευχόντουσαν στον Θεό. Ήδη, όμως από την εποχή του Αποστόλου Παύλου, εμφανίστηκαν καταχρήσεις στις αγάπες («άλλος πεινάει και άλλος μεθάει»). Επίσης, επειδή οι συναθροίσεις αυτές παρεξηγούνταν από τους μη χριστιανούς, που νόμιζαν ότι οι χριστιανοί τρώνε ανθρώπινες σάρκες και τελούν και άλλα όργια, έπαυσαν από τις αρχές του 2ου αιώνα να τελούν την Θ. Ευχαριστία στις αγάπες και την συνέδεσαν με την συνηθισμένη κυριακάτικη λατρεία κατά την οποία γινόταν η ανάγνωση της Γραφής, το κήρυγμα και η υμνολογία. Από τότε άρχισαν να εμφανίζονται διάφοροι λειτουργικοί τύποι, που είχαν την ίδια βάση και διέφεραν μόνο σε λεπτομέρειες. Από τον 5ο αιώνα και μετά καθιερώθηκε στην Ανατολή η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία, συντόμευσε ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος και από τότε επικράτησε σε ολόκληρη την ανατολική Εκκλησία. Το κήρυγμα ήταν πάντοτε βασικό στοιχείο στη Λειτουργία, η οποία σιγά-σιγά εμπλουτίστηκε με διάφορους ύμνους τους οποίους συνέθεσαν οι διάφοροι εκκλησιαστικοί ποιητές. Επίσης διαμορφώθηκε σταδιακά και ιδιαίτερο σύστημα εκκλησιαστικής ωδικής. Στην Δύση επίσης  αναπτύχθηκε ιδιαίτερη εκκλησιαστική υμνωδία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε και το εκκλησιαστικό όργανο.
Σταδιακά εισήχθηκαν και διάφορες άλλες ακολουθίες  και τελετές, τις οποίες διατηρεί μέχρι σήμερα η Εκκλησία, αλλά και διάφορα έθιμα ευσέβειας (όπως το σημείο του σταυρού που άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ νωρίς, και το θυμίαμα που προήλθε από την εθνική λατρεία και μπήκε εισήχθηκε στον 4ο αιώνα). Επίσης υιοθετήθηκε και η ιουδαϊκή συνήθεια του ενταφιασμού που διαμορφώθηκε με βάση την χριστιανική πίστη.
Γ) Οι εορτές: Η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου (η Κυριακή) εορταζόταν κάθε εβδομάδα από την εποχή των αποστόλων. Οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί γιόρταζαν και το Σάββατο σαν ημέρα αναπαύσεως. Σιγά-σιγά, όμως, η γιορτή αυτή αντικαταστάθηκε από την Κυριακή.
Η Κυριακή ήταν ημέρα χαράς. Απαγορευόταν η νηστεία και οι χριστιανοί προσεύχονταν στο Θεό όρθιοι χωρίς να γονατίζουν ως συνήθως. Σε όλες τις ευφρόσυνες ημέρες η προσευχή γινόταν με τους χριστιανούς όρθιους. Ο 20ος κανόνας της πρώτης οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325) ορίζει να προσεύχονται όρθιοι οι πιστοί τις Κυριακές και τις ημέρες της Πεντηκοστής. Πως αργότερα, μετά τον 17ο αιώνα, καθιερώθηκε η γονυκλισία της Πεντηκοστής είναι άγνωστο. Ο Μ. Κωνσταντίνος επέβαλε με νόμο την Κυριακή σαν ημέρα αργίας. Ημέρες προσευχής και νηστείας ήταν κυρίως η Τετάρτη (εις ανάμνηση της προδοσίας) και η Παρασκευή (εις ανάμνηση της σταυρώσεως).
Εκτός από τις εβδομαδιαίες αυτές γιορτές καθιερώθηκε νωρίς και ο κύκλος των ετήσιων εορτών εις ανάμνηση του Σωτήρα Χριστού. Προηγούνταν πάντοτε η νηστεία, η οποία είχε αρχικά απροσδιόριστη διάρκεια (ημέρες η εβδομάδες). Τελικά όμως καθορίστηκε η νηστεία των 40 ημερών (Σαρακοστή) εις ανάμνηση της 40ήμερης νηστείας του Κυρίου στην έρημο. Μετά από αυτή την νηστεία καθιερώθηκε η νηστεία της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, πού άρχιζε την Κυριακή των Βαΐων και κατέληγε στο Πάσχα. Έπειτα ακολουθούσαν 50 ημέρες χαράς. Την 40ήν ημέρα εορταζόταν η Ανάληψη του Κυρίου στους Ουρανούς, και την 50ήν εορταζόταν η ημέρα της Πεντηκοστής εις ανάμνηση της επιφοίτησης του Aγίου Πνεύματος στους αποστόλους.
Όσον αφορά στον χρόνο που έπρεπε να εορτάζεται το Πάσχα υπήρχε αρχικά διαφωνία, μέχρις ότου η Σύνοδος της Νίκαιας (325) όρισε να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου). Εάν όμως τύχαινε να συμπίπτει η ημερομηνία αυτή με την εορτή του Ιουδαϊκού Πάσχα,  τότε το χριστιανικό Πάσχα εορταζόταν μία εβδομάδα αργότερα. Την  ημερομηνία του Πάσχα την καθόριζε κάθε χρόνο ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας γιατί εκεί άκμαζε η αστρονομία.
Από το τέλος του 2ου αιώνα ορίστηκε και η εορτή των Θεοφανείων ή Επιφανείων εις ανάμνηση της Βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνη. Μόλις τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε στη Ρώμη η εορτή των Χριστουγέννων  και αμέσως μετά διαδόθηκε και στην Ανατολή. Η εορτή του Ευαγγελισμού (25η Μαρτίου) εορταζόταν τον έβδομο αιώνα, πάντως όμως υπήρχε από πριν. Τον 6ο αιώνα καθιερώθηκε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου), τον 7ο αιώνα η εορτή των Γενεθλίων της Θεοτόκου (8η Σεπτεμβρίου) και τον 8ο αιώνα η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (21α Νοεμβρίου). Από τον 6ο αιώνα εορταζόταν και η εορτή της Πρωτοχρονιάς. Κάθε Εκκλησία γιόρταζε και την μνήμη των μαρτύρων της. Τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε στην Ανατολή και η εορτή όλων των μαρτύρων. Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώθηκε το εορτολόγιο το οποίο ισχύει και σήμερα. Πριν από τις μεγάλες εορτές τηρούσαν νηστεία που αρχικά δεν είχε καθορισμένη διάρκεια, αργότερα όμως καθορίστηκε και ο χρόνος και ο τρόπος της κάθε νηστείας. Οι άγιοι και οι άγγελοι και προ παντός η Θεοτόκος επικαλούνταν από τους πιστούς για να μεσιτεύσουν υπέρ των ανθρώπων.