Ιστορία της εκκλησίας(2/3)

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

(Συνέχεια από το προηγούμενο τεύχος)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
του Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ[1]
Καθηγητού Πατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Μεταγλώττιση και διασκευή στην Νεοελληνική
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Δράγα
  Καθηγητού Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης

Μέρος 1ον : Η Εκκλησία των Εννέα Πρώτων Αιώνων

β. h eκκλησία απο τον μεγα κωνσταντινο μέχρι το σχισμα τησ δυτικησ απο την ανατολικη εκκλησια
(Η Εκκλησία αναπτύσσει ελεύθερα την διδασκαλία της, 313-867 μ.Χ.)

1. Η σχέση της Εκκλησίας με την πολιτεία και την εθνική θρησκεία
Το 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε, όπως είδαμε, μαζί με τον συνάρχοντά του Λικίνιο το διάταγμα εκείνο που χάρισε την ειρήνη στην Εκκλησία.  Μετά από το διάταγμα εκείνο ακολούθησαν και άλλα με τα οποία παραχωρήθηκαν διάφορα προνόμια στην Εκκλησία.
Η συνεννόηση όμως των δύο αρχόντων δεν κράτησε για πολύ. Ο Λικίνιος άρχισε πάλι να υποστηρίζει την εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία. Έτσι ο πόλεμος μεταξύ των δύο αρχόντων (το 323) ήταν πόλεμος ανάμεσα σε δύο θρησκείες. Ο Χριστιανισμός νίκησε στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος από τότε πλέον αναδείχτηκε μονοκράτορας.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε τον Χριστιανισμό με όλη του την δύναμη, χωρίς όμως να εμποδίσει την εθνική θρησκεία. Μέχρι τον θάνατό του διατήρησε τον τίτλο του «μέγιστου ποντίφικα» της εθνικής θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό. Επάνω στα νομίσματά του ήταν αποτυπωμένες οι εικόνες του Χριστού και του ήλιου. Αλλά αυτά μονάχα ήταν τα κοινά σημεία που συνέδεαν ακόμη τον Κωνσταντίνο με την αρχαία πίστη, γιατί ήταν φανερό ότι είχε εγκαταλείψει όλα τα υπόλοιπα εθνικά θρησκευτικά έθιμα.
Στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ανατολής ανήγειρε χριστιανικούς ναούς. Επάνω στον πανάγιο τάφο οικοδόμησε τον ναό της Αναστάσεως του Χριστού. Τότε ήταν πού, κατά την παράδοση, βρήκε η μητέρα του, η αγία Ελένη, τον τίμιο Σταυρό.  Το 330 μετέφερε την έδρα του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο, το οποίο μετονόμασε Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη και κατέστησε πρωτεύουσα του Χριστιανικού Ελληνισμού. Βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του που συνέβη στην Νικομήδεια στις 21 Μαΐου του 337. Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ενταφιάστηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, τον οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος.
Οι υιοί του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Β΄, Κωνστάντιος και Κώνστας (337-361), στους οποίους μοίρασε το κράτος του, ευνόησαν τον Χριστιανισμό, αν και η ανάμιξη τους στα εσωτερικά πράγματα της Εκκλησίας, και η ευνοϊκή στάση τους απέναντι στις αιρέσεις, δεν έβλαψαν και λίγο την ειρήνη της Εκκλησίας. Δυστυχώς, λησμόνησαν τις αρχές της ανεξιθρησκίας του πατέρα τους και καταδίωξαν σκληρά την εθνική θρησκεία τιμωρώντας με θάνατο εκείνους που θυσίαζαν στα είδωλα.
Ο Ιουλιανός (361-363), που μάταια προσπάθησε να αναζωπυρώσει την εθνική θρησκεία και αποκαλέστηκε αποστάτης, δεν κατεδίωξε την χριστιανική θρησκεία (αν και ο όχλος ανέλαβε διωγμούς κατά των χριστιανών σε μερικές περιπτώσεις), και δημιούργησε σχίσματα στην Εκκλησία γιατί υποστήριζε όλους τους αιρετικούς. Απαγόρεψε στους χριστιανούς τις κλασσικές σπουδές, και αναζητούσε τρόπους για να αναβιώσει την εθνική θρησκεία με την εισαγωγή χριστιανικών ιδεών και έργων. Έτσι εισήγαγε το κήρυγμα και τους ύμνους στην λατρεία, ίδρυσε φιλανθρωπικά καταστήματα, και φρόντισε για την βελτίωση τους ήθους του εθνικού κλήρου. Οι προσπάθειες του Ιουλιανού ήταν οι τελευταίες απόπειρες του εθνισμού που εξέπνεε. Ήταν όμως οι απόπειρες αυτές και η απόδειξη ότι η εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία δεν είχε πια καμιά υποστήριξη και ότι η ανθρωπότητα προχωρούσε με γοργό βήμα προς τον εκχριστιανισμό της. Λέγεται ότι ο Ιουλιανός ενώ έπεφτε στον πόλεμο με τους Πέρσες, συναισθανόταν την αποτυχία των ονείρων του, και φώναξε: «Νίκησες Χριστέ!, ας χαρείς τώρα Ναζωραίε!»
Οι διάδοχοι του Ιουλιανού έδειξαν εύνοια προς τον Χριστιανισμό, χωρίς όμως να καταδιώξουν την εθνική θρησκεία. Σιγά-σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο Γρατιανός (375-383) κατάργησε πολλά από τα προνόμια των εθνικών. Ο Θεοδόσιος Α’ (379-395) χαρακτήρισε την ειδωλολατρία σαν έγκλημα και την μαντεία σαν έσχατη προδοσία. Τρομεροί διωγμοί άρχισαν να ξεσπούν κατά της εθνικής θρησκείας και των αιρετικών. Ακόμη και η ποινή του θανάτου επιβλήθηκε στο όνομα του Ευαγγελίου κατά των εθνικών και των αιρετικών. Μάταια οι Ιεράρχες της Εκκλησίας που ήταν ποτισμένοι με το πνεύμα του Ευαγγελίου διαμαρτύρονταν ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε ανάγκη από πυρ και σίδηρο για να επικρατήσει και ότι η βία αντίκειται στο πνεύμα του Ευαγγελίου. Δυστυχώς ο φανατισμός υπερίσχυσε και ό,τι υπέφερε η Εκκλησία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ιστορίας της, όταν διαμαρτυρόταν για την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, το υπέστη τώρα η εθνική θρησκεία εξ αιτίας των διωγμών που εξαπέλυσαν εναντίον της οι Χριστιανοί βασιλείς! Οι ασθενικές φωνές των ολίγων απολογητών του μεγαλείου της εθνικής θρησκείας δεν επαρκούσαν για να προλάβουν τον χείμαρρο.
2. Η εξάπλωση του Χριστιανισμού και η εξάλειψη της εθνικής θρησκείας
Η εξάπλωση του Χριστιανισμού στον κόσμο συνεχίστηκε με επιτάχυνση. Ήδη από τους πρώτους αιώνες το Ευαγγέλιο είχε διαδοθεί σε κάθε γωνιά του Ρωμαϊκού κράτους.
Στην Ανατολή η διάδοση του Χριστιανισμού υπήρξε ραγδαία. Στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας ήδη από το 170 μ.Χ. υπήρχε Χριστιανική κοινότητα. Από εκεί πέρασε ο Χριστιανισμός στην Περσία και Αρμενία, όπου αργότερα εξαπλώθηκε με τις ενέργειες του Γρηγορίου του Φωτιστού κατά το έτος 300.  Στην Αραβία είχε ήδη κηρύξει το Ευαγγέλιο ο Απόστολος Παύλος και στην Αλεξάνδρεια ο Ευαγγελιστής Μάρκος, και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη την Αίγυπτο. Στην Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία, και Γερμανία υπήρχαν Χριστιανικές κοινότητες από τον 3ο αιώνα.  Στις Ανατολικές Ινδίες υπήρχαν χριστιανικές κοινότητες από τον 6ο αιώνα, και στην Αιθιοπία δύο ναυαγοί ίδρυσαν την πρώτη Εκκλησία στον 40 αιώνα και αμέσως μετά εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός σε ολόκληρη την χώρα.
Όσο διδασκόταν ο Χριστιανισμός τόσο υποχωρούσε η εθνική θρησκεία, η οποία περιοριζόταν πλέον στα χωριά, σε ευγενείς που δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις οικογενειακές τους παραδόσεις και σε φιλοσόφους που με την πτώση της εθνικής θρησκείας έβλεπαν και την πτώση της κλασσικής παιδείας και τέχνης. Προ πάντων όμως ήταν στην Ελλάδα όπου ο εθνισμός διασωζόταν ακόμη ακμαίος γιατί υποστηριζόταν και τρεφόταν από τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών οι οποίες ήσαν στην ακμή τους ακόμη και τότε. Ο Ιουστινιανός ο Α΄ (527-565) ανανέωσε τους νόμους κατά των ετεροδόξων, και επέβαλε στους παραβάτες την ποινή του θανάτου. Η αποβολή των εθνικών καθηγητών από τις φιλοσοφικές σχολές του κράτους ήταν το τελευταίο κτύπημα κατά του εθνισμού.
Η εθνική θρησκεία πέθαινε σιγά-σιγά από μαρασμό, και οι οπαδοί της μειώνονταν μέρα με την μέρα. Οι Μανιάτες υπεράσπιζαν από τα απόκρημνα βουνά της Μάνης την ελευθερία τους και τους αρχαίους θεούς της Σπάρτης. Μόλις περί το τέλος του 9ου αιώνα εκχριστιανίστηκαν. Έτσι τον 10ο αιώνα εξαφανίστηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του εθνισμού, και παρήλθε και η δόξα του κόσμου εκείνου. Ο Χριστιανισμός ήταν πλέον η θρησκεία της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
3. Οι αγώνες της Εκκλησίας.
Παρ όλα αυτά η ανάπτυξη του Χριστιανισμού δεν έγινε χωρίς δυσκολίες, ταραχές και εμπόδια. Οι δυσκολίες ήταν διπλής κατεύθυνσης. Προέρχονταν ή από τους κόλπους του ίδιου του Χριστιανισμού (αιρέσεις και θεολογικές έριδες), ή από εξωτερικές εξελίξεις (μωαμεθανισμός).
α) Οι Αιρέσεις:  Οι αιρέσεις ήταν παρανοήσεις του Ευαγγελίου που δεν έλειψαν και κατά την περίοδο αυτή. Τουναντίον στην περίοδο αυτή ήκμασε η παιδεία στην Εκκλησία περισσότερο από κάθε άλλη εποχή και επομένως η επιθυμία της επιστημονικής κατανόησης του Ευαγγελίου ήταν επίσης ανεπτυγμένη. Κατά συνέπεια, μια πολυμερής έρευνα δεν ήταν δυνατόν να μην παρουσιάσει και αποτυχίες και να καταλήξει σε αιρέσεις.
Η κύρια προσπάθεια κατά τους χρόνους εκείνους ήταν να διασαφηνιστεί το θεμέλιο του Χριστιανισμού: Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η σχέση του με τον Θεό Πατέρα. Αυτά ήταν ουσιαστικά θέματα για τον Χριστιανισμό, γιατί είχαν άμεση σχέση με την ύπαρξή του. Γύρω λοιπόν από αυτά εγέρθηκαν μακροχρόνιες συζητήσεις και διαμάχες. Οι οποίες έγιναν αφορμή για να καθορίσει η Εκκλησία την αληθινή διδασκαλία της.
Η Αίρεση του Αρειανισμού: Η σπουδαιότερη αίρεση ήταν τότε ο Αρειανισμός, που συντάραξε την Εκκλησία για πολλά χρόνια. Ο Άρειος, ένας πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, κήρυττε από το 318 ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός όπως ο Πατήρ, αλλά ότι είναι κτίσμα, το πρώτο και τελειότερο. Ο επίσκοπος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, αφού πρώτα προσπάθησε μάταια να μεταπείσει τον Άρειο από την πλάνη του, καταδίκασε την γνώμη του συνοδικά.  Επειδή όμως υπήρχαν αρκετοί κληρικοί και λαϊκοί που εκτιμούσαν τον Άρειο για την αρετή του και υποστήριζαν την γνώμη του, η διαμάχη δεν κόπασε. Όταν και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μάταια προσπάθησε να αποσοβήσει την διαμάχη, έχοντας επωμισθεί την φροντίδα για την ενότητα και ομόνοια της Εκκλησίας, συγκάλεσε σε Σύνοδο τους επισκόπους του κράτους στην Νίκαια της Βιθυνίας για να αποφασίσουν για το ζήτημα αυτό. Στην Σύνοδο της Νικαίας (325) παρευρέθηκαν 318 επίσκοποι από όλη την οικουμένη, για τον λόγο αυτό ονομάστηκε οικουμενική (και από τότε έτσι ονομάζεται κάθε Σύνοδος στην οποία συμμετέχουν όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας.
Τις συνεδριάσεις της Συνόδου τις άνοιξε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος μιλώντας για ομόνοια. Μετά την συζήτηση, κατά την οποία διακρίθηκε ο νεαρός διάκονος του επισκόπου Αλεξανδρείας, Αθανάσιος, αποκηρύχθηκε η γνώμη του Αρείου και υπογράφτηκε το Σύμβολο (το Πιστεύω) της Νικαίας. Το Σύμβολο αυτό δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, δηλ. ο Χριστός, είναι τέλειος Θεός όπως και ο Πατήρ, και ότι γεννήθηκε εκ της ουσίας του Πατρός και μάλιστα είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Έτσι θριάμβευσε η αλήθεια του Ευαγγελίου.  Ο Άρειος καταδικάστηκε και εξορίστηκε, όπως και μερικοί επίσκοποι που ήταν οπαδοί του. Η Σύνοδος αποφάσισε και για μερικά άλλα ζητήματα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο καθορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα.
Παρ’ όλα αυτά η Σύνοδος της Νικαίας δεν αποσόβησε εντελώς την διαμάχη με τον αρειανισμό, γιατί η αίρεση αυτή ευνοήθηκε πολλές φορές από τις αρχές του ρωμαϊκού κράτους και εξαπλώθηκε. Στην Ανατολή μάλιστα, άρχισε να κυριαρχεί, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Ο Αρειανισμός δεν ήταν θρησκεία. Ήταν φιλοσόφημα και συνεπώς δεν μπορούσε να ριζοβολήσει. Δεν άργησαν να εμφανισθούν διαιρέσεις στους κόλπους του. Εκείνο όμως που προκάλεσε την πτώση του αρειανισμού ήταν ο πόλεμος που ήγειραν εναντίον του οι Πατέρες της Εκκλησίας και ή εύνοια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α΄. Ο Θεοδόσιος συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (381) στην οποία παρευρέθηκαν 150 επίσκοποι. Η Σύνοδος εκείνη επικύρωσε και ανέπτυξε το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας στο οποίο έδωσε την μορφή την οποία έχει μέχρι σήμερα (Πιστεύω εις ένα Θεόν...). Επίσης η Σύνοδος αυτή καθόρισε την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, και τόνισε ότι η Τριάδα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι ο ένας Θεός των Χριστιανών.
Άλλες Οικουμενικές Σύνοδοι: η Τρίτη της Εφέσου (431), η Τέταρτη της Χαλκηδόνας (451), η Πέμπτη της Κωνσταντινουπόλεως (553), η Έκτη της Κωνσταντινουπόλεως (680), καθόρισαν ύστερα από μακρές συζητήσεις την σχέση των δύο φύσεων του Χριστού (της θείας και της ανθρώπινης) και ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος συγχρόνως, δηλ. Θεάνθρωπος.
Οι Αρχαίες Ανατολικές (Μονοφυσιτικές) Εκκλησίες:  Από τα χρόνια αυτά κατάγονται και μερικές εκκλησίες της Ανατολής, που δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις όλων των ανωτέρω οικουμενικών Συνόδων.  Έτσι, λόγου χάριν, δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις της 4ης Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (451) οι Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες, των Κοπτών της Αιγύπτου, των Αιθιόπων, των Συρο-Ιακωβιτών, των Ινδών της Μαλαμπάρ, και των Αρμενίων, οι οποίες λέγονται μονοφυσιτικές εκκλησίες ακριβώς γιατί δεν δέχτηκαν την διδασκαλία της Εκκλησίας για τις δύο φύσεις του Χριστού, αλλά επέμειναν στην ομολογία μίας και μόνης φύσης. Η μία όμως φύση υπονοεί προφανώς την θεία (που είναι αναλλοίωτη) και υπονομεύει ή αρνείται την ανθρώπινη φύση (που είναι αλλοιώσιμη). Εκτός από την βασική αυτή διαφορά οι Εκκλησίες αυτές διαφέρουν από την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μόνο σε επουσιώδη σημεία.
Η Εικονομαχία: Εκτός από τις έριδες αυτές, και κάποιες άλλες δευτερεύουσας σημασίας, εκείνη που διατάραξε την Εκκλησία ουσιαστικά ήταν η Εικονομαχία. Οι εικόνες του Κυρίου και των Αγίων του εισήχθηκαν στις εκκλησίες από πολύ ενωρίς.  Στον 8ο αιώνα εμφανίστηκε ένα κίνημα εναντίον των εικόνων που απαιτούσε την απομάκρυνσή τους από τις εκκλησίες. Οι εικονοκλάστες ισχυρίζονταν ότι πολλοί χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τις εικόνες δεισιδαιμονικά και ότι η κατάχρηση και προσκύνηση των εικόνων στις εκκλησίες είχε καταντήσει εικονολατρία.  Δυστυχώς, αντί να δοθούν εξηγήσεις για την  ορθή κατανόηση και χρήση των εικόνων ξέσπασε διωγμός εναντίον τους. Ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741), αφού πρώτα απαγόρευσε κάθε προσκύνηση των εικόνων (726) έπειτα διέταξε (το 730) να τις βγάλουν από τις Εκκλησίες. Το διάταγμα αυτό προκάλεσε μεγάλη αντίδραση ανάμεσα στον λαό και κατέληξε σε βιαιότητες που επιβλήθηκαν από την κρατική εξουσία και ιδιαίτερα από τον διάδοχο του Λέοντα, τον Κωνσταντίνο τον Δ΄ τον λεγόμενο Κοπρώνυμο (741-775). Ο αυτοκράτορας αυτός συγκάλεσε Σύνοδο το 754 που ψήφισε την κατάργηση των εικόνων και επέβαλε την απομάκρυνσή τους δια της βίας. Τότε πλήθος μοναχών ρίχτηκαν στις φυλακές για την απείθειά τους, γιατί αρνούνταν να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις της Συνόδου, και τιμωρούνταν με τις βάρβαρες συνήθειες της εποχής, το κόψιμο της μύτης ή του αυτιού. Ο μοναχός Ανδρέας που έβρισε το πρόσωπο του βασιλιά, υπέστη βασανιστήρια και τελικά θανατώθηκε.  Ο μοναχός Στέφανος καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί έριξε στη γη μπροστά στον αυτοκράτορα ένα νόμισμα που είχε ζωγραφισμένη την εικόνα του αυτοκράτορα και το πάτησε, λέγοντας ότι έτσι ατιμάζουν οι εικονοκλάστες τον Χριστό που κακομεταχειρίζονται τις εικόνες του. Ο Κωνσταντίνος διέλυσε πολλά μοναστήρια και ανάγκασε πολλούς μοναχούς να περάσουν μέσα από τον ιππόδρομο κρατώντας το χέρι κάποιας γυναίκας για να τους εξευτελίσει. Τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο, με τον οποίο διαφώνησε,  διάταξε να τον δέσουν επάνω σε όνο ανάποδα και να τον περιφέρουν στο ιπποδρόμιο, και μετά να τον αποκεφαλίσουν.
Η βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία συγκάλεσε την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια (787), που αναστήλωσε τις εικόνες και καθόρισε ότι θα αποδίδεται σ’ αυτές τιμητική προσκύνηση και όχι λατρεία, η οποία ανήκει μόνο στον Θεό. Όμως, ο Λέων ο Αρμένιος  (813-820) απαγόρευσε και πάλι να τιμώνται οι εικόνες και ήγειρε δεύτερο διωγμό κατά των εικόνων. Τελικά όμως η σύζυγος του εικονοκλάστη αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842), η βασίλισσα Θεοδώρα, συγκάλεσε Σύνοδο (843) μετά τον θάνατο του συζύγου της και αναστήλωσε ξανά τις εικόνες. Η Σύνοδος αυτή, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Μεθοδίου του Ομολογητή, καθόρισε οριστικά πλέον την τιμητική προσκύνηση των εικόνων και σαν ανάμνηση του γεγονότος τούτου όρισε την εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας (1η Κυριακή των Νηστειών της Μ. Σαρακοστής).
Αυτές ήταν οι κυριότερες έριδες στην Ανατολή κατά την περίοδο αυτή. Στη Δύση το κύριο ζήτημα ήταν αν μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις (όπως δίδασκε ο Πελάγιος τον 5ο αιώνα), ή η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται από την συνεργασία των ανθρωπίνων δυνάμεων και της θείας χάριτος (όπως φρονούσε ο Αυγουστίνος).
Εκτός, όμως, από τους εσωτερικούς αυτούς εχθρούς του Χριστιανισμού, που τον διαιρούσαν και τον εξασθενούσαν, υπήρξε και ένας άλλος πολύ πιο φοβερός που περιόρισε και ανέκοψε την πρόοδο του Χριστιανισμού. Ήταν η εμφάνιση του Ισλάμ.
β) Ο Μωαμεθανισμός: Ο Μωάμεθ, που γεννήθηκε το 571 στη Μέκκα της Αραβίας, έλαβε γνώση της Ιουδαϊκής και της Χριστιανικής θρησκείας στη Συρία, όπου διέμενε για εμπορικές επιχειρήσεις. Συχνά αποσυρόταν στην έρημο, και βυθιζόταν σε εκστάσεις, και τελικά εμφανίστηκε γύρω στο 610 σαν αναμορφωτής της πολυθεϊκής θρησκείας των Αράβων στην ίδια την πατρίδα του την Μέκκα.  Το 622 αναγκάζεται να φύγει από εκεί και να πάει σε άλλη πόλη της Αραβίας, την Μεδίνα. Το έτος αυτό, που είναι σημαντικό για τον Μωαμεθανισμό (Εγίρα-αποδημία), είναι η αρχή του μωαμεθανικού ημερολογίου (15 Ιουλίου 622). Από την Μεδίνα, σαν ακρόπολη, ξεκίνησε το κήρυγμά του σε ολόκληρη την Αραβία, στην οποία σταδιακά έγινε κυρίαρχος. Το 630 εισέρχεται θριαμβευτικά στην Μέκκα, όπου καθαρίζει το αρχαίο ιερό που υπήρχε εκεί, την Καάβα, από τα είδωλα. Πέθανε το 632.
Ο Μωάμεθ ανάμιξε στοιχεία Ιουδαϊκά και Χριστιανικά με ειδωλολατρικά έθιμα των Αράβων και δημιούργησε ένα νέο θρήσκευμα, του οποίου η βάση ήταν η «αφοσίωση» (γι αυτό και κλήθηκε «Ισλάμ»=αφοσίωση και οι πιστοί ονομάστηκαν «Μουσουλμάνοι»=αφοσιωμένοι στο Ισλάμ) στον ένα και μοναδικό Θεό, τον Αλλάχ. Ο Θεός αυτός αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους μέσω ενός πλήθους προφητών, μεταξύ των οποίων οι σπουδαιότεροι ήταν ο Αδάμ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Μωσής, ο Ιησούς, και ο Μωάμεθ. Μόνον όμως ο Μωάμεθ είναι προφήτης ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι οι άλλοι που ήταν προφήτες κάποιας συγκεκριμένης φυλής. Ο Θεός αποκαλυπτόταν στον Μωάμεθ μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η κύρια αρετή του Μωαμεθανισμού είναι η δικαιοσύνη. Οι πιστοί είναι υποχρεωμένοι να επιδίδονται σε προσευχές, νηστείες, ελεημοσύνες και, όσοι έχουν την δυνατότητα, να επισκέπτονται μια φορά τον χρόνο την Μέκκα. Επίσης ο Μωαμεθανισμός αναγνωρίζει «τη δουλεία» και «την πολυγαμία», δέχεται «το πεπρωμένο» και αντιλαμβάνεται τον παράδεισο σαν τόπο υλικών ηδονών. Αν Το πεπρωμένο και ο υλικός παράδεισος θέτουν ερωτηματικά στο κατά πόσο είναι ο Μωαμεθανισμός θρησκεία, ήταν όμως πολύ πρόσφορα στους κατακτητικούς σκοπούς του Μωάμεθ. Ο Αραβικός λαός, που ήταν γενναίος από την φύση του, με το να πιστέψει ότι θα συμβεί στην ιστορική του πορεία το πεπρωμένο, δεν τον ενδιέφερε αν εκτιθόταν σε πολεμικούς κινδύνους, και μάλιστα με ευχαρίστηση, γιατί αναλογιζόταν ότι ο θάνατος σε πόλεμο θα ανταμειβόταν με ζωή σε παράδεισο υλικών απολαύσεων.  Την εποχή του διαδόχου του Μωάμεθ, Αββουβέκερ, συντάχθηκε το Κοράνι, η θρησκευτική βίβλος των Μωαμεθανών.
Οι διάδοχοι του Μωάμεθ ήρθαν αμέσως σε σύγκρουση με το Βυζαντινό Ρωμαϊκό κράτος, από το οποίο απόσπασαν τις επαρχίες του την μία μετά την άλλη.  Σε σύντομο διάστημα, τον 7ο αιώνα, κατέλαβαν την Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Βυζαντινή Ρωμαϊκή Αφρική. Οι πρώτες απόπειρές τους εναντίον της Κωνσταντινούπολης (669-676 και 717-718) απότυχαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, σε όσες χώρες κατέλαβαν πίεζαν οδυνηρά τους χριστιανούς, και τους υποχρέωναν με βία να ασπαστούν τον Μωαμεθανισμό. Μόνο στην Αίγυπτο κατά τον διωγμό του 743 αναγκάστηκαν να  εξισλαμιστούν  40,000 χριστιανοί. Χιλιάδες χριστιανοί εξισλαμίστηκαν βίαια στα μέρη όπου άλλοτε είχαν διαλάμψει με δύναμη και δόξα οι μεγάλοι Πατριάρχες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων.
4. Η πνευματική παραγωγή της Εκκλησίας
Έχοντας να παλέψει με τόσους εχθρούς ο Χριστιανισμός, θα ήταν ανίκανος να αντισταθεί και να επιζήσει, αν δεν περιλάμβανε μέσα του άξιους άνδρες, τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι όντας κάτοχοι ολόκληρης της ιερής και της κλασσικής σοφίας, μπόρεσαν να υπερασπιστούν και να αποδείξουν την θεία προέλευση του Χριστιανισμού. Οι πατέρες αυτοί είχαν εκπαιδευτεί στις τότε ακμάζουσες φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές (π.χ. των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης) και στις περίφημες θεολογικές σχολές της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας.  Είχαν μελετήσει ιδιαίτερα τις Γραφές και τους αρχαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τον πολύ Ωριγένη. Έτσι καταρτισμένοι, ήταν σε θέση να αντικρούσουν αποτελεσματικά κάθε κακοδοξία, και να αναπτύξουν και να διδάξουν το αληθινό πνεύμα του Ευαγγελίου. Αλλά δεν ήταν μόνο η μόρφωσή τους που θαυμάζει κανείς σ’ αυτούς τους Πατέρες. Ήταν και το ήθος τους που παραμένει ασύγκριτο πρότυπο σε κάθε εποχή. Τέτοιοι άνδρες διακρίθηκαν κυρίως κατά τον 4ο και 5ο  αιώνα, γι αυτό και η περίοδος αυτή ονομάζεται ο χρυσός αιώνας της Εκκλησίας.
Τέτοιοι άνδρες, των οποίων διασώζονται μέχρι σήμερα και διαβάζονται πολλά συγγράμματα ήταν: ο Μέγας Αθανάσιος (+373) που διακρίθηκε για τους αγώνες του ενάντια στην αίρεση του Αρειανισμού και έζησε 20 χρόνια συνολικά στην εξορία, οι Μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας, οι τρεις Ιεράρχες, ο Βασίλειος ο Μέγας (+379), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (+390) και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ο Γρηγόριος Νύσσης (+394), ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (+386), ο Επιφάνιος Κύπρου (+403), και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (+444). Υπάρχει και ένα πλήθος άλλων που αγωνίστηκαν στο πλάι τους για την χριστιανική πίστη και παρήγαγαν ένα πλούτο από χριστιανικά συγγράμματα, θεολογικά, ιστορικά, κτλ. Από τα μέσα του 5ου αιώνα και μετά υπάρχει μια υποστολή της παιδείας και θεολογίας στην Ανατολή, εξ αιτίας των δυσχερών περιστάσεων, αλλά μεγάλοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς συνέχισαν να εμφανίζονται σε κάθε αιώνα κατά την περίοδο αυτή, όπως π.χ. ¨ο άγ. Σωφρόνιος Ιεροσολύμων (+638), ο Μάξιμος ο Ομολογητής (+662) και ο περίφημος θεολόγος και υμνογράφος Ιωάννης Δαμασκηνός που ήταν μοναχός στην περίφημη Μονή του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη (+760;).
Αλλά και στη Δύση αναπτύχθηκε σε εκείνη την περίοδο η παιδεία και διακρίθηκαν σπουδαίοι εκκλησιαστικοί και πατέρες της Εκκλησίας. Δύο από αυτούς είναι οι σπουδαιότεροι, ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος. Ο πρώτος ήταν αυτοκρατορικός επίτροπος στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) και μάλιστα ήταν κατηχούμενος στον χριστιανισμό, όταν απέθανε ο επίσκοπος της πόλης και εκλέχτηκε επίσκοπος αν και ήταν ακόμη λαϊκός και αβάπτιστος, λόγω της εκτίμησης που έτρεφε γι αυτόν και τις αρετές του ο λαός. Ο Αμβρόσιος αναδείχτηκε πατέρας των πτωχών και των ορφανών, και διέθεσε όλη την περιουσία του σε εκείνους. Ήταν εύγλωττος, ευγενής, καλοκάγαθος και ήπιος στους τρόπους , αλλά αυστηρός επικριτής σε όσους παρεκτρέπονταν. Στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Α΄ δεν επέτρεψε να εισέλθει στην εκκλησία και να κοινωνήσει αν δεν έκανε πρώτα δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια γιατί είχε διατάξει την σφαγή των κατοίκων της Θεσσαλονίκης που είχαν καταστρέψει τους ανδριάντες του. Απέθανε το 397. Ο μεγαλύτερος από τους Λατίνους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ήταν ο Αυγουστίνος.  Είχε διδαχτεί τον χριστιανισμό από μικρός από την πιστή μητέρα του Μόνικα, αλλά παραστράτησε κατά την περίοδο των σπουδών του. Μετά από περιπετειώδη και ακόλαστο βίο τον οποίο περιγράφει ο ίδιος στις περίφημες Εξομολογήσεις του, ασπάστηκε τον χριστιανισμό παρακολουθώντας τα κηρύγματα του Αμβροσίου και βαπτίστηκε. Αργότερα έγινε επίσκοπος στην Αφρική και απέθανε το 430.
(η συνέχεια στο επόμενο)



[1] Το κείμενο που δημοσιεύουμε  εδώ είναι μια σύντομη εκλαϊκευτική γενική έκθεση της Ιστορίας της Εκκλησίας από έναν από τους πιο διακεκριμένους θεολόγους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκούς του 20ου αιώνα. Το βιβλιαράκι αυτό γνώρισε 15 εκδόσεις και τυπώθηκε αρχικά με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και ανατυπώθηκε στην Αμερική από τα «Εκδοτικά Καταστήματα της Ατλαντίδος εν Νέᾳ Υόρκῃ». Το αναδημοσιεύουμε στον «ΠΡΟΔΡΟΜΟ» για την ενημέρωση και οικοδομή των πιστών. Ο καθηγητής Δημήτριος Σ. Μπαλάνος (1877-1959) υπηρέτησε σαν καθηγητής Πατρολογίας και Κοσμήτωρ στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1924-1948), Πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών (1945-1946), μέλος (1931) Πρόεδρος (1939) και Γενικός Γραμματέας (1951-1956) της Ακαδημίας Αθηνών, και Υπουργός Θρησκευμάτων και Παιδείας (1935-1936 και 1945). Εκτός από το πλούσιο, πολύπλευρο και αυστηρά ακαδημαϊκό έργο του, ο καθηγητής Μπαλάνος διακρίθηκε ιδιαίτερα για το κοινωνικό και το εκλαϊκευτικό ακαδημαϊκό έργο του. Το δεύτερο περιελάμβανε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, ως και μικρές πραγματείες σε καίρια θέματα που εκδόθηκαν από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και κυκλοφόρησαν και στην Αμερική. Μία από αυτές είναι και η παρούσα πραγματεία.