Ιερή κατήχηση(1)

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011






ΙΕΡΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ
ΤΗΣ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΗΤΟΙ
ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Υπό του

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ

Μεταγλώττιση στην Νεοελληνική
Υπό
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Δράγα, δφ, δθ, δθ.

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Κεφάλαιον Α
Περί Ιερής Κατήχησης

1. Τι είναι Κατήχηση; Και τι είναι Ιερή Κατήχηση
Κατήχηση είναι διδασκαλία γύρω από τα θεία πράγματα. Ιερή Κατήχηση είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού, με την οποία ο κατηχούμενος και ο ακατήχητος χριστιανός διδάσκεται τις δογματικές και τις ηθικές αλήθειες του Χριστιανισμού.
2. Ποιες είναι οι πηγές της Χριστιανικής διδασκαλίας;
Οι πηγές της Χριστιανικής διδασκαλίας είναι οι Ιερές Γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και η Ιερή Παράδοση.
          3. Από ποιους γράφτηκαν οι Ιερές Γραφές;
Γράφτηκαν από τους Προφήτες και τους αγίους Αποστόλους με την έμπνευση του Παναγίου Πνεύματος.
          4. Από ποιους παραδόθηκε στην Εκκλησία η Ιερή Παράδοση; Και πως θεωρείται;
Παραδόθηκε από του αγίους Αποστόλους και θεωρείται το άγραφο τμήμα της Καινής Διαθήκης.
          5. Τι εννοούμε όταν λέμε Παλαιά Διαθήκη;
Εννοούμε τα βιβλία της Ιουδαϊκής θρησκείας.
          6. Το εννοούμε όταν λέμε Καινή Διαθήκη;
Εννοούμε τα βιβλία που γράφτηκαν από τους αγίους Αποστόλους.

Κεφάλαιο Β
Περί των Αγίων Γραφών

1.     Τι περιέχουν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης;
Περιέχουν όσα αφορούν στη δημιουργία του κόσμου, στην πλάση του ανθρώπου από το Θεό, στα περί της πτώσης του ανθρώπου, στην επαγγελία της σωτηρίας του, στη  θεία αποκάλυψη, στο θείο νόμο, στις προφητείες περί του Χριστού, και στα περί της λατρείας της Ιουδαϊκής θρησκείας όπου οι τελετές υποτυπώνανε προκαταβολικά τη λατρεία της ευαγγελικής χάριτος.
2.     Τι περιέχουν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Περιέχουν την έλευση του Σωτήρα που είχε προαναγγελθεί, την εκπλήρωση των προφητειών, την κατάργηση των συμβολισμών της Παλαιάς Διαθήκης, το έργο της απολύτρωσης, τη σταύρωση, την ταφή, και την ανάσταση του Χριστού, την ένδοξη ανάληψή Του, την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος επάνω στους αγίους μαθητές Του και Αποστόλους, τα έργα και τη διδασκαλία του Σωτήρα Χριστού, και την αποστολή των αγίων Αποστόλων για το θείο κήρυγμα σε ολόκληρο τον κόσμο, με το οποίο κηρύττουν τη μεγάλη ευσπλαχνία του Θεού που ευδόκησε να στείλει τον Υιό Του το μονογενή για να σώσει τον άνθρωπο.
3.     Πόσα είναι τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης;
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι είκοσι δύο.
4.     Πως ονομάζονται;
Ονομάζονται κανονικά επειδή αποτελούν τον Εβραϊκό Κανόνα.
5.     Εκτός από αυτά τα κανονικά βιβλία υπάρχουν και τίποτε άλλα;
Μάλιστα. Είναι αυτά που οι Ρωμαιοκαθολικοί τα ονομάζουν «δευτεροκανονικά» και οι διαμαρτυρόμενοι «απόκρυφα», ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας τα ονομάζουν «αναγινωσκόμενα».
6.     Ποια είναι τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης;
Είναι τα εξής: 1) η Γένεση, 2) η Έξοδος, 3) το Λευϊτικό, 4) οι Αριθμοί και 5) το Δευτερονόμιο, που αποτελούν την Πεντάτευχο, 6) το σύγγραμμα του Ιησού του Ναυή, 7) οι Κριτές, και σαν παράρτημα η Ρουθ, 8) Το 1ο και 2ο Βιβλίο των Βασιλειών, 9) το 3ο και 4ο Βιβλίο των Βασιλειών, 10) τα βιβλία των παραλειπομένων Βασιλέων Ιούδα, 1ο και 2ο, 11) ο Έσδρας, ή Ιερεύς, και το 1ο και 2ο βιβλίο λόγοι του Νεεμία, 12) Εσθήρ, 13) Ιώβ, 14) το Ψαλτήριο του Δαβίδ, 15) οι Παροιμίες του Σολομώντα, 16) Εκκλησιαστής, 17) Το Άσμα Ασμάτων, 18) Ησαίας, 19) Ιερεμίας και Θρήνοι Ιρερεμία, 20) Ιεζεκιήλ, 21) το Δωδεκαπρόφητο, δηλ. τα βιβλία των δώδεκα μικρών προφητών: Ωσηέ, Αμώς, Μιχαίας, Ιωήλ, Αβδιού, Ιωνάς, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας.
          7. Ποια είναι τα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα βιβλία;
Είναι τα εξής: 1) Το βιβλίο Τωβίτ, 2) Ιουδίθ, 3) Ιερεύς, 4) Μακκαβαίων βιβλία 1ο, 2ο, 3ο και οι επόμενες προσθήκες, 5) Βαρούχ, 6) Επιστολή Ιερεμίου, 7) Σοφία Σολομώντος και 8) Σοφία Σειράχ.
8.     Πως διαιρούνται τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης;
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης διαιρούνται σε α) Ιστορικά, β) Διδακτικά και γ) Προφητικά.
9.     Ποια είναι τα ιστορικά βιβλία και ποια ιστορία αφηγούνται;
Τα Ιστορικά βιβλία είναι τα εξής: α) η Πεντάτευχος του Μωϋσή, που εξιστορεί τη δημιουργία του κόσμου, την πλάση του ανθρώπου, τη γενεά του Σήθ, τους Πατριάρχες, τον Μωυσή, την έξοδο του λαού των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και την παράδοση του θείου Νόμου· β) τα βιβλία του Ιησού του Ναυή, των Κριτών, της Ρουθ, των Βασιλειών και των Παραλειπομένων, στα οποία εξιστορείται η ιστορία του Ισραηλιτικού λαού από το θάνατο του Μωυσή μέχρι την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον Ναβουχοδονόσορα (588 π.Χ.), και τα οποία βιβλία ονομάζονται και βιβλία των παλαιών προφητών· γ) τα βιβλία του Έσδρα, του Νεεμία και της Εσθήρ, στα οποία εξιστορείται η ιστορία των Ισραηλιτών κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα βιβλία των Μακκαβαίων, του Τωβίτ, της Ιουδίθ και του Ιερέως.
10. Ποια είναι τα Διδακτικά βιβλία και τι διδασκαλίες περιέχουν;
Τα διδακτικά βιβλία είναι τα ποιητικά, ο Ιώβ, οι Ψαλμοί, οι Παροιμίες, ο Εκκλησιαστής και το Άσμα των Ασμάτων. Σε αυτά περιέχονται ηθικές και θρησκευτικές αλήθειες, ύμνοι και ωδές προς το Θεό. Επίσης πρέπει να συμπεριλάβουμε σε αυτά τη Σοφία του Σολομώντος και τη Σοφία Σειράχ.
11. Ποια είναι τα Προφητικά βιβλία και τι περιέχουν;
Προφητικά είναι τα βιβλία των προφητών, τα 12 των μικρών και τα τέσσερα των μεγάλων. Σε αυτά περιλαμβάνονται διάφορες προρρήσεις περί του Χριστού, για το πρόσωπό Του, τη διδασκαλία Του, τα έργα Του και την μέλλουσα σωτηρία των Εθνών. Τα βιβλία αυτά λέγονται επίσης και βιβλία των νεωτέρων η των μεταγενεστέρων Προφητών.
12. Πόσα είναι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Είναι είκοσι επτά: 1) τά 4 Ιερά Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη· 2) Οι Πράξεις των Αποστόλων· 3) Οι 14 Επιστολές του Παύλου (ἡ προς Ρωμαίους, οι 2 προς Κορινθίους, η προς Γαλάτας, η προς Εφεσίους, η προς Φιλιππησίους, η προς Κολοσσαείς, οι 2 προς Θεσσαλονικείς, οι 2 προς Τιμόθεον, η προς Τίτον, η προς Φιλήμονα, η προς Εβραίους) · 4) Οι επτά καθολικές Επιστολές ( η του Ιακώβου, οι 2 του Πέτρου, οι τρείς του Ιωάννη, η του Ιούδα) · 5) και το τελευταίο, η Ιερή Αποκάλυψη του Ιωάννη του Θεολόγου.
13. Ποια είναι ακριβώς η υπόθεση της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και  Καινής;
Η ακριβής υπόθεση και το κύριο θέμα της Αγίας Γραφής είναι ο λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας της ανθρωπότητας που είχε προαναγγελθεί προ καταβολής κόσμου, που είχε προκηρυχθεί από τους Προφήτες, και του οποίου η φανέρωση και το έργο είχαν διατυπωθεί εκ των προτέρων με Σύμβολα, Τύπους και Θυσίες.
          14. Που βρίσκουμε την πρώτη επαγγελία της Παλαιάς Διαθήκης;
Την βρίσκουμε στους εξής λόγους προς τον Όφι: «Και έχθρα θα θέσω ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, και ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της· αυτός θα σου χτυπήσει την κεφαλή και εσύ θα του χτυπήσεις την πτέρνα του» (Γεν. 3:15). Με την επαγγελία αυτή προσημαίνεται η νίκη του Χριστού ενάντια στο διάβολο. Αυτήν την επαγγελία διατήρησαν ο Αδάμ και οι απόγονοί του. Αυτή ανανεώθηκε και στους Πατριάρχες, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ με νέες επαγγελίες: «Και μέσα στο σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της Γης» Γεν. 22:18).
          15. Με τι τύπους και τι θυσίες και σύμβολα διατυπώθηκε προκαταβολικά το μυστήριο της ευαγγελικής χάριτος στην Παλαιά Διαθήκη;
Με τον Αμνό του Πάσχα, που είναι τύπος του άσπιλου Αμνού Ιησού Χριστού· με το χάλκινο φίδι που εικονίζει τον σταυρωμένο και κρεμασμένο λυτρωτή που γιατρεύει τα δαγκώματα του νοητού φιδιού από εκείνους που αποβλέπουν σε Εκείνον με πίστη· με την περιτομή της ακροβυστίας, που σήμαινε την κάθαρση της αμαρτίας δια του Ιησού Χριστού με μέσο το βάπτισμα· με τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης  και τους ραντισμούς και καθαρισμούς με το αίμα, που διατύπωναν προκαταβολικά την κάθαρση της ἀνθρωπότητας με το αίμα του Σωτήρα· με την άφλεκτη βάτο, τη στάμνα του μάννα, τη ράβδο του Ααρών που βλάστησε, που διατύπωναν προκαταβολικά τη θεία γέννηση του Χριστού από την Παρθένο· αλλά και με μερικά άλλα που συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη.
          16. Απο που μαρτυρούνται η αγιότητα και θειότητα των Αγίων Γραφών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης;
Μαρτυρούνται α) από το περιεχόμενό τους, δηλ. από το ύψος και την αγιότητα των δογμάτων και των διδαγμάτων που περιέχουν, μέσα στα οποία διαλάμπει σοφία αληθινή, υψηλή και έξοχη, που ικανοποιεί τις πνευματικές απαιτήσεις του ανθρώπου και τους πόθους της καρδιάς του· β) από την υπερθαύμαστη δύναμη της διδασκαλίας τους και της αναπλαστικής δύναμής τους· γ) από την ακριβή εκπλήρωση των προφητειών, των οποίων η έκβαση βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη· και δ) από την αποδεδειγμένη Αποκάλυψη του Θεού που έγινε ορατός επάνω στη Γη, ως και από τα θαύματα που επιτελέσθηκαν που ξεπερνούν κάθε έννοια, αλλά και από την ευλογία και χάρις που μεταδίδονται σε όσους πιστεύουν.
          17. Γιατί η Αγία Γραφή ονομάζεται Παλαιά και Καινή Διαθήκη;
Η Αγία Γραφή, δηλ. τα ιερά βιβλία, ονομάζονται Παλαιά και Καινή Διαθήκη, διότι περιέχουν τις διαθήκες που πρόσφερε ο Θεός στους ανθρώπους. Στην μεν Παλαιά Αγία Γραφή περιέχονται οι τρεις διαθήκες που πρόσφερε ο Θεός στον άνθρωπο, δηλ. α) η  π ρ ω τ ό γ ο ν η  δ ι α θ ή κ η, στον παράδεισο, την οποία παρουσίασε όταν είπε: «Από κάθε δένδρο του παραδείσου μπορείτε να φάγετε, αλλά από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν μπορείτε· γιατί την ημέρα που θα φάτε από αυτό θα παραδοθείτε στο θάνατο». Με την Διαθήκη αυτή θα μπορούσε ο άνθρωπος να γίνει αθάνατος αν την τηρούσε, αν όμως παράβαινε την εντολή τότε θα γινόταν θνητός. Ο Σειράχ λεει: «Πρόσθεσε σ’ αυτούς επιστήμη και νόμο ζωής, και έθεσε ενώπιόν τους μια Διαθήκη που ήταν αιώνια, αλλά και τους υπέδειξε Τις κρίσεις Του» (Σειράχ 17:11-12). β) Στην Π.Δ. περιέχεται επίσης και η  π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ή  δ ι α θ ή κ η, την οποία πρόσφερε ο Θεός στον Αβραάμ, όταν του φανερώθηκε και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός σου, κοίταξε να με ευαρεστήσεις και να γίνεις άμεμπτος, και Εγώ θα θέσω τη διαθήκη μου ανάμεσά σου και ανάμεσα στο σπέρμα σου στις γενεές που θα ακολουθήσουν ύστερα από σένα, ώστε να υπάρχει ως αιώνια διαθήκη ο Θεός σου και σε σένα και στο σπέρμα μετά από σένα» (Γεν. 15:18 και 17:1-21). γ) Τέλος υπάρχει στην Π.Δ. και η  δ ι α θ ή κ η  τ ο υ  Μ ω ϋ σ ή  του Προφήτη, με την οποία έδωσε ο Θεός το Νόμο στους υιούς Ισραήλ και μάλιστα είπε στον Μωϋσή, «Γράψε για σένα τα ρήματα αυτά, γιατί επάνω σε τούτα βασίζω τη Διαθήκη μου προς σε σένα και προς τον Ισραήλ» (Εξ. 34:27, πρβλ. και 19:5, και 23:22). [Σημείωση: εκτός από τις Διαθήκες αυτές αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και άλλες, τις οποίες έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, όπως π.χ. ήταν εκείνη την οποία έδωσε στο Νώε (Γεν. 6:18, 9:9-16, και στον Αβραάμ και στον Ιακώβ].  Στην Καινή Αγία Γραφή περιέχεται η  Κ α ι ν ή  Διαθήκη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, η οποία επικυρώθηκε με το ίδιο Του το αίμα (Ματθ. 26:28, Μαρκ. 14:24 και Λουκ. 22:20) και η οποία προσφέρει αιώνια ζωή σε κάθε ένα που πιστεύει στον Χριστό. «Όποιος πιστεύει και βαπτισθεί, θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει θα κατακριθεί» (Μαρκ. 16:16). Η Διαθήκη αυτή ξεπερνάει όλες τις άλλες διαθήκες, διότι είναι Διαθήκη που προσφέρει χάρι και σωτηρία. Ο Απόστολος Παύλος λεει: «Τώρα όμως η λειτουργία που ανέλαβε ο Ιησούς είναι τόσο ανώτερη όσο ανώτερη είναι και η Διαθήκη για την οποία Εκείνος είναι ο Μεσίτης κι η οποία βασίζεται σε ανώτερες υποσχέσεις· γιατί αν η πρώτη εκείνη διαθήκη ήταν τέλεια, δεν θα υπήρχε θέση για τη δεύτερη» (Εβρ. 8:6-7).


Κεφάλαιο Γ
Περί Εκκλησίας
1. Ποιός είναι ο ορισμός και ποιός ο σκοπός της Εκκλησίας

1.     Τι είναι Εκκλησία;
Εκκλησία είναι ένα θείο θρησκευτικό σύστημα, που ιδρύθηκε από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και εγκαινιάσθηκε με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής, με όλες τις αλήθειες, τους θεσμούς, τα μυστήρια και τις εντολές Του (Ματθ. 16:17). Εκκλησία είναι επίσης το σύστημα των πιστών που οικοδομήθηκε επάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων και των Προφητών και του οποίου ακρογωνιαίος λίθος είναι ο Ιησούς Χριστός (Εφ. 2:20). Εκκλησία λέγεται ακόμη κατά συνεκδοχή και ο ναός του Θεού, στον οποίον τελούνται η λατρεία και τα μυστήρια της Καινής Διαθήκης, και το σύστημα των πιστών συναθροίζεται και λατρεύει τον τρισυπόστατο Θεό (Ιωάν. 4:19-27).
2.     Ποιος είναι ο σκοπός της Εκκλησίας;
Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του γένους των ανθρώπων και η ίδρυση της βασιλείας του Θεού επάνω στη Γη, δηλ. η επικοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους και η αποκατάσταση της αγάπης, της ειρήνης και της ελευθερίας, ώστε να βασιλεύει ο Θεός που φανερώθηκε, να διατηρείται αδιάκοπα η κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό, να καθαρίζεται ο παλαιός άνθρωπος από την αμαρτία και να ανακαινίζεται σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου που τον έπλασε με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος.
          3. Πως εκπληρώνει η Εκκλησία αυτό το έργο;
Η Εκκλησία εκπληρώνει αυτό το έργο με το να ελκύει τον άνθρωπο στην πίστη στον Χριστό με το κήρυγμα του θείου λόγου, αναγεννώντας τον με τα μυστήρια και οδηγώντας τον βήμα-βήμα προς την χριστιανική τελειότητα με τις ηθικές αρχές του Ευαγγελίου.
          4. Ποιος καθορίζει το σκοπό της Εκκλησίας;
Το σκοπό της Εκκλησίας τον ορίζει ο Απόστολος Παύλος όταν λεει, ότι σκοπός της Εκκλησίας είναι ὁ καταρτισμός των Αγίων, το έργο της διακονίας για την οικοδομή του σώματος του Χριστού, μέχρις ότου καταντήσουμε όλοι μας στην ενότητα της πίστης με το να αποκτήσουμε επίγνωση του Υιού του Θεού· γι αυτό και έδωσε στην Εκκλησία αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους» (Εφ. 4:11-13 και πρβλ. Ρωμ. 8:3-4).

2. Η ιστορική ανάπτυξη της Εκκλησίας του Θεού

1.     Πόσες είναι οι ιστορικές περίοδοι που διακρίνει η Εκκλησία;
Είναι τρεις: α) από τον Αδάμ μέχρι τον Μωϋσή, β) από τον Μωϋσή μέχρι την έλευση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και γ) από τον Σωτήρα Χριστό μέχρι τη συντέλεια του αιώνα τούτου.
2.     Πως κυβερνιόταν η Εκκλησία κατά τις τρεις αυτές περιόδους;
Κατά την πρώτη περίοδο η Εκκλησία κυβερνιόταν με τις θείες επιφάνειες και τις προφορικά μεταδιδόμενες παραδόσεις. Κατά τη δεύτερη κυβερνιόταν με τον γραπτό νόμο και τις διδασκαλίες των προφητών, ενώ κατά την τελευταία με το Ιερό Ευαγγέλιο και την γραπτή και άγραφη Ιερή Παράδοση.
3.     Υπέστη η Εκκλησία διωγμούς;
Μάλιστα· η Εκκλησία διώχθηκε από την αρχή κιόλας της ίδρυσής της και υπέστη πολλούς διωγμούς, χωρίς όμως κανένας τους να την κλονίσει, διότι είναι θεμελιωμένη επάνω στην αράγιστη πέτρα που είναι ο ίδιος ο Χριστός –και ούτε οι πύλες του Άδη δεν μπορούν να την νικήσουν» (Ματθ. 16:18).
4.     Πόσους διωγμούς υπέστη η Εκκλησία κατά την Τρίτη περίοδό της;
Η Εκκλησία γνωρίζει πολλούς διωγμούς, οι οποίοι είναι διττοί, εξωτερικοί και εσωτερικοί. Οι εξωτερικοί είναι δέκα, από τους οποίους ο πρώτος είναι αυτός που έγινε από τον Νέρωνα (64 μ.Χ.) και ο τελευταίος αυτός που έγινε από τον Διοκλητιανό (302 μ.Χ.). Οι εσωτερικοί διωγμοί είναι πάρα πολλοί και έγιναν σε διάφορους καιρούς, όπως λεει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Από εμάς προήλθαν, αλλά δεν ήσαν από εμάς» (Α’ Ιωάν. 2:19). Τους διώκτες αυτούς του ονομάζει η Αγία Γραφή αντίχριστους γιατί αντιστρατεύονται ενάντια στο έργο του Χριστού.
          5. Ποιες ήταν οι κυριότερες αιρέσεις;
Οι κυριότερες αιρέσεις είναι οι εξής: 1) Η αίρεση του Σ ί μ ω ν α  τ ο υ  Μ ά γ ο υ, 2) η αίρεση των  Ε β ι ω ν ι τ ώ ν, δηλ.  Ιουδαϊζόντων Χριστιανών που τηρούσαν το Σάββατο, την περιτομή και άλλες ιουδαϊκές διατάξεις, και αρνούνταν τη θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· 3) η αίρεση των  Γ ν ω σ τ ι κ ώ ν  που θεωρούσε τη γνώση μεγαλύτερη από την πίστη και έβλεπαν τον Ιησού σαν ένα από τους αιώνες που προήλθαν από το Θεό· 4) η αίρεση των Μ ο ν τ α ν ι σ τ ών που ακολουθούσαν τον Μοντανό από τη Φρυγία, πρώην ιερέα της θεάς Κυβέλης στη Φρυγία, ο οποίος κήρυττε τον εαυτόν του ως τον «παράκλητο που επρόκειτο να ολοκληρώσει το έργο του Χριστού» (από το 150 μ.Χ.) · 5) Η αίρεση των  Μ α- ν ι χ α ί ω ν που ακολουθούσαν τον Μανιχαίο, ένα μάγο εξόριστο από την Περσία κατά τον 4ο αιώνα, ήταν κράμα Γνωστικών κακοδοξιών και Περσικών μυθολογημάτων, δεχόταν δύο ισόπαλες αρχές, την αρχή του φωτός και την αρχή του σκότους, και θεωρούσε τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό όταν ήταν ένας από τους φωτεινούς αγγέλους· 6) η αίρεση των Μ ο ν α- ρ χ ι α ν ώ ν  ή  Σ α β ε λ-   λ ι α ν ώ ν  από τον Σαβέλλιο, ένα πρεσβύτερο της Πτολεμαίδας (250-260 μ.Χ.), που δεχόταν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία διαφορετικά ονόματα ενός και του αυτού προσώπου του Θεού· ότι ο όρος «Πατήρ» είναι το όνομα που αποδίδεται στο ένα αυτό πρόσωπο, που θεωρείται ότι υπάρχει μέσα σε μια ακατανόητη μεγαλειότητα και σε απόλυτη κυριαρχία· ότι ο όρος «Υιός» είναι το όνομα που αποδίδεται στο ίδιο πρόσωπο, όταν αποκαλύπτεται ενσαρκωμένο και να κατοικεί μεταξύ των ανθρώπων· ενώ ο όρος «Άγιο Πνεύμα» είναι το όνομα που αποδίδεται πάλι στο ίδιο πρόσωπο, όταν το βλέπουμε να ενεργεί απευθείας επάνω στα κτιστά πλάσματα με έργα δημιουργίας, πρόνοιας ή χάριτος· 7) η αίρεση των  Α ρ ε ι α ν ώ ν  από τον Άρειο, ένα πρεσβύτερο της Αλεξάνδρειας, που τόνιζε (περί το 318 μ. Χ.) ότι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας είναι κατώτερο από το πρώτο πρόσωπο καί μάλιστα κτίσμα του· 8) η αίρεση των  Μ α κ ε δ ο ν ι α ν ώ ν  ή  Π ν ε υ μ α τ ο μ ά χ ω ν  από τον Μακεδόνιο, επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (341-360 μ.Χ.) που δεχόταν ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι κτίσμα και διάκονος του Πατρός και του Υιού· 9) η αίρεση των  Π ε λ α γ ι α ν ώ ν από τον πρεσβύτερο Πελάγιο, που αρνιόταν τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος στο ανθρώπινο γένος (414 μ.Χ.)· 10) η αίρεση των  Ν ε σ τ ο ρ ι α ν ώ ν από τον πατριάρχη Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως (428-431 μ.Χ.) που διαχώριζαν αποφασιστικά τις δύο φύσεις του Χριστού και αρνιούνταν την πλήρη ένωσή τους την οποία θεωρούσαν απλή συνάφεια· 11) η αίρεση των  Μ ο ν ο φ υ σ ι τ ώ ν  ή Ε υ τ υ χ ι α ν ώ ν  από τον Αρχιμανδρίτη Ευτυχή της Κωνσταντινουπόλεως που δίδασκε, τελείως αντίθετα από τον Νεστόριο, ότι στο Χριστό υπάρχει μόνο μία φύση (451 μ.Χ.)· 12) η αίρεση των  Μ ο ν ο θ ε λ η τ ώ ν  που προήλθε από την αίρεση του Μονοφυσιτισμού και δεχόταν μόνο μία θέληση στο Χριστό, και 13) η αίρεση των Ε ι κ ο ν ο μ ά χ ω ν  ή  Ε ι κ ο ν ο κ λ α σ τ ώ ν της οποίας αρχηγός ήταν ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ΄, ο Εικονομάχος (726-878 μ.Χ.).
          6. Ποιές επίσημες Εκκλησίες κατά τους νεώτερους χρόνους απόκλιναν από την ορθοδοξία της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας;
Είναι α) η Δυτική Εκκλησία, η οποία πρόβαλε πολλές καινοτομίες και ιδιαίτερα το δόγμα της διπλής εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, και β) η Εκκλησία των διαμαρτυρομένων  που αποσχίσθηκε από τη Δυτική Εκκλησία κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ.,  και διακρίνεται από πολλά ονόματα: δηλ. 1) σε  Λ ο υ θ η ρ α ν ο ύ ς,  από τον Μαρτίνο Λούθηρο, Γερμανό μοναχό από την Εισλεβένη της Πρωσσίας (1483-1546), που λέγονται και Ευαγγελιστές. 2) Οι  Κ α λ β ι ν ι σ τ έ ς  από τον Ιωάννη Καλβίνο από τη Νουαγιόν της Γαλλίας (1509-1561), που ονομάζονται και Αναμορφωτές. Και οι δύο προαναφερθέντες δέχονται σαν μοναδική πηγή του Χριστιανισμού την Αγία Γραφή, και απορρίπτουν την Ιερή Αποστολική Παράδοση. Ο Λουθηρανισμός διαδόθηκε στα βόρεια μέρη της Γερμανίας και στις Σκανδιναυϊκές επικράτειες, ενώ ο Καλβινισμός διαδόθηκε σε μερικές μόνον επαρχίες της Γαλλίας, στις Κάτω χώρες, και στη Σκωτία. Στη Σκωτία τροποποιήθηκε κάπως και έτσι δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη Εκκλησία των Σκωτικανών ή Πρεσβυτεριανών, που ονομάζονται και Πουριτανοί. 3) Οι Α γ γ λ ι- κ α ν ο ί  ή  Ε π ι σ κ ο π ι α ν ο ί είναι οι διαμαρτυρόμενοι της Αγγλικής Εκκλησίας που απέρριψαν εντελώς την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και τήρησαν την Ιερωσύνη με τους τρεις βαθμούς της και την εκκλησιαστική ιεραρχία, και εν μέρει την αρχαία λειτουργική τάξη στην τέλεση της θείας ευχαριστίας.
7.     Τι θεμέλιο εἰχε η Εκκλησία κατά τις τρεις ιστορικές περιόδους της;
Το θεμέλιο της Εκκλησίας και κατά τις τρεις περιόδους της ιστορίας της ήταν ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός· γι αυτό και οι άνδρες που αναδείχθηκαν για την ευσέβειά τους κατά την πρώτη και δεύτερη περίοδο της Εκκλησίας έφθασαν στην τελείωση με την πίστη και την ελπίδα στον μέλλοντα Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή λεει τα εξής: «Δεν θέλω να αγνοείτε εσείς, ότι όλοι οι πατέρες μας έφαγαν την ίδια πνευματική τροφή και ήπιαν το ίδιο πνευματικό ποτό· γιατί ήπιαν από την πνευματική πέτρα που ακολουθούσε, δηλ. την πέτρα που ήταν ο Χριστός» (Α΄Κορ. 1:1-4). Ο θείος πατήρ της Εκκλησίας μας ο Γρηγόριος ο θεολόγος, στον λόγο του για τους Μακκαβαίους μιλάει για το μαρτύριο του Ελεάζαρ, της Σολομονής και των επτά τέκνων της και λέει: «κανένας από εκείνους που έφθασαν στην τελείωση πριν από την έλευση του Χριστού δεν το κατόρθωσε αυτό χωρίς την πίστη στο Χριστό· γιατί ο Λόγος που παρουσιάσθηκε αργότερα σε κάποιο συγκεκριμένο καιρό, έγινε γνωστός και πρωτύτερα σε εκείνους που είχαν καθαρό νου, όπως φαίνεται στην περίπτωση πολλών που τιμήθηκαν πριν από Εκείνον»· και πιο κάτω λεει: «ο Ελεάζαρ είναι εδώ η απαρχή εκείνων που έπαθαν προ Χριστού, όπως ήταν και ο Στέφανος για τους μετά Χριστόν».

3. Περί της αναγκαιότητας της Κατήχησης

1.     Που στηρίζει η Εκκλησία το να κατηχεί όσους προσέρχονται σ’ αυτήν;
α) Το στηρίζει στους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των αγίων Αποστόλων
2.     Ποιοι είναι οι λόγοι αυτοί;
Οι λόγοι του Κυρίου είναι οι εξής: «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28:19, Μαρκ. 6:15-16)· από τους οποίους φαίνεται ότι έπρεπε πριν από το βάπτισμα να προηγηθεί η κατηχητική διδασκαλία που αφορά στο κήρυγμα της θρησκείας της Αποκάλυψης.
3.     Ποιοι είναι οι λόγοι των Αποστόλων;
Ο Απόστολος Παύλος λεει: «Η πίστις είναι εξ ακοής, και η ακοή από το κήρυγμα του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10:17)· και κάπου αλλού λεει: «Αυτός που κατηχείται (δηλ. διδάσκεται) το λόγο του Θεού ας συμμερίζεται τα αγαθά του με εκείνον που τον κατηχεί (δηλ. με τον διδάσκαλο)» (Γαλ. 6:6).
β) Το στηρίζει επίσης στο παράδειγμα των αγίων Αποστόλων· διότι οι Απόστολοι πρώτα κατηχούσαν τους εθνικούς και έπειτα τους βάπτιζαν. Ο Απόστολος Πέτρος ήταν ο πρώτος που κατήχησε στην Ιερουσαλήμ και έπειτα βάπτισε τρεις χιλιάδες ψυχές (Πραξ. 2:14-41), και ο Φίλιππος ήταν ο πρώτος που κήρυξε το ευαγγέλιο του Χριστού στους Σαμαρείτες και έπειτα τους βάπτισε· και έκανε το ίδιο και με τον ευνούχο της βασίλισσας Κανδάκης (Πραξ. 8:35-38). Γενικά, λοιπόν, παντού και πάντοτε και από όλους τους Αποστόλους η Κατήχηση γινόταν πριν από το βάπτισμα.
          4. Διατήρησε η Εκκλησία πιστά και απαράλλακτα την εντολή του Σωτήρα μας και το παράδειγμα των Αποστόλων;
Μάλιστα. Η Εκκλησία τήρησε από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα με πίστη και συνέπεια αυτήν την παράδοση του να κατηχεί πρώτα και έπειτα να βαπτίζει.
5.     Η Εκκλησία που βαπτίζει νήπια, τα κατηχεί;
Μάλιστα. Αυτό γίνεται στο πρόσωπο των αναδόχων των νηπίων, οι οποίοι ομολογούν την πίστη εκ μέρους των αναδεξιμιών τους και εγγυούνται για την πίστη τους (βλ. περισσότερες εξηγήσεις στο Παράρτημα 8).
6.     Ποιοι ήσαν οι πρώτοι κατηχητές στην Εκκλησία μετά τους Αποστόλους;
Ήσαν οι επίσκοποι, όπως φαίνεται από μια επιστολή του αγίου Αμβροσίου (Επ. 33 βιβλ. 5), αλλά και πρεσβύτεροι και διάκονοι αναλάμβαναν την κατήχηση κατ’ ανάθεση αν διέθεταν πλήρη πίστη και σοφία. Τέτοιοι ήσαν ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια (όπως φαίνεται από τις 22 Κατηχήσεις του) και ο Κύριλλος στα Ιεροσόλυμα (όπως φαίνεται από τις 18 Κατηχήσεις του), που ήσαν ακόμη πρεσβύτεροι, αλλά και ο Θεοχάρης Deogratias στην Εκκλησία της Καρθαγένη που κατηχούσε τους χριστιανούς αν και ήταν διάκονος. Κατήχηση έκαναν επίσης κατ’ ανάθεση και οι αναγνώστες. Ο άγ. Κυπριανός χειροθέτησε κατηχητή τον αναγνώστη Οπτάτο κατά το παράδειγμα του Ωριγένη που κατηχούσε στην Αλεξάνδρεια αν και ήταν ακόμη αναγνώστης. Επίσης χειροθετούντο και γυναίκες κατηχήτριες που δίδασκαν μόνο τις γυναίκες.
7.     Που γινόταν το έργο της Κατήχησης;
Το έργο της Κατήχησης γινόταν στους ιερούς ναούς. Ύστερα όμως στις μεγάλες πόλεις γινόταν και σε κατηχητικές σχολές που είχαν ιδρυθεί για το σκοπό αυτό. Μια τέτοια σχολή ήταν η περίφημη σχολή της Αλεξάνδρειας. Παρόμοιες σχολές υπήρχαν στη Ρώμη, στα Ιεροσόλυμα, στην Αντιόχεια, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σε άλλα μέρη (βλέπε περισσότερα στο παράρτημα 9).
8.     Ποιοι ήταν οι πιο γνωστοί κατηχητές στης Αλεξανδρινής σχολής;
Ήταν ο Πάνταινος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Ηρακλάς, ο Διονύσιος, ο Αθηνόδωρος, ο Μαλχίων, ο Δίδυμος, ο Μέγας Αθανάσιος, και αυτός ακόμη ο δυσσεβής Άρειος πριν από την αποπλάνησή του.
9.     Τι επιδιώκει η Εκκλησία με την Κατήχηση;
Με την κατήχηση η Εκκλησία προσπαθεί να διδάξει την πίστη του Χριστού και να καταστήσει αυτούς που την δέχονται σταθερούς και ακλόνητους στην πίστη τους και αφοσιωμένους στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους· διότι με την κατήχηση μαθαίνει ο χριστιανός να πιστεύει με επίγνωση και με πληροφορία καρδίας, να είναι έτοιμος να δώσει απάντηση σε κάθε ένα που ζητά το λόγο που πιστεύει, όπως το λεει η εντολή του Αποστόλου Πέτρου: «Πάντοτε έτοιμοι να απαντήσετε σε κάθε ένα που ζητάει να μάθει το λόγο για την ελπίδα που υπάρχει μέσα σας» (Α΄ Πέτρου 3:15, πρβλ. και Τιτ. 2:8)· αλλά και να μπορεί ο χριστιανός να διακρίνει την αληθινή και θεία πίστη του από τα ανθρώπινα θρησκευτικά μυθεύματα (βλ. παράρτημα 10).
          10. Γιατί ζητάει η Εκκλησία από τους κατηχούμενους πίστη στο Χριστό;
Η Εκκλησία ζητάει πίστη γιατί μόνο με την πίστη στο Χριστό σώζεται ο άνθρωπος. Η πίστη στο Σωτήρα Χριστό είναι η μόνη απολογία που δικαιώνει τον άνθρωπο· και είναι επίσης η μόνη θύρα που τον εισάγει στην αιώνια ζωή. Με την πίστη στο Σωτήρα ομολογεί ο άνθρωπος την σωτηρία που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, τη θεία χάρι και το θείο έλεος, με τα οποία προσκλήθηκε στη  σωτηρία και αποδέχτηκε με όλη του την ψυχή και την καρδία να σηκώνει το ζυγό του Χριστού και να τηρεί τις θείες εντολές Του.
          11. Τι δέχεται η Εκκλησία για την πίστη που δικαιώνει τον άνθρωπο;
Η Εκκλησία δέχεται για την πίστη που δικαιώνει τον άνθρωπο, ότι είναι κοινό έργο της χάριτος του Θεού που καλεί τον άνθρωπο και ενεργεί μέσα του και της ελευθερίας του ανθρώπου που αποδέχεται και συνεργάζεται με τη θεία χάρι.

4. Η θεία χάρις και η ηθική ελευθερία του ανθρώπου

1.     Τι είναι η θεία χάρις;
Η θεία χάρις είναι η βοήθεια και η συνδρομή την οποία χορηγεί ο Θεός δωρεάν, εξ αιτίας της λυτρωτικής αξίας του έργου του Χριστού, σε όλους όσους ακούν το λόγο Του, για να ενισχύσει το νου, τη θέληση και την καρδία τους ώστε να αποδεχθούν τη χριστιανική πίστη και να τους βοηθάει στη συνέχεια, όσοι παραμένουν πιστοί, στο να κατορθώνουν τα αγαθά έργα.
          2. Ποιοι σφάλλουν σχετικά με αυτή τη αντίληψη της Εκκλησίας;
Σφάλλουν οι Καλβινιστές και εκείνοι οι διαμαρτυρόμενοι (προτεστάντες) που κηρύττουν, ότι η χάρις που δικαιώνει είναι μόνον έργο του Θεού. Η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη, α) διότι αφαιρεί την ελευθερία του ανθρώπου και αποκλείει τη συμμετοχή του στο έργο της σωτηρίας με επίγνωση , συναίσθηση και ελευθερία. Ο θείος Χρυσόστομος λεει σχετικά: «η χάρις αν και είναι χάρις (δηλ. δίδεται δωρεάν), σώζει μόνον όσους τη θέλουν»· επίσης και ο Γρηγόριος ο θεολόγος λεει: «πρέπει να υπάρχει και από τη μεριά μας και από την μεριά του Θεού (ανταπόκριση) για να έχουμε σωτηρία»· αλλά και η παραβολή του σπορέα που διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο είναι καταλληλότατο παράδειγμα: ο σπορέας έσπειρε, αλλά η αγαθή γη το δέχτηκε, και έτσι ο Θεός ευλόγησε και αύξησε και έδωσε καρπό 30, 60 και 100! Σφάλλουν επίσης οι Προτεστάντες β) διότι αποδίδουν τη σωτηρία στον απόλυτο προορισμό του Θεού· γ) διότι καθιστούν ανεύθυνους τους άπιστους αποδίδοντας την απιστία τους στο γεγονός ότι δεν τους προόρισε ο Θεός για να σωθούν· και δ) διότι με τον απόλυτο προορισμό αφαιρείται η αναγκαιότητα των καλών έργων στο θέμα της σωτηρίας.
          3. Τι δέχεται η Εκκλησία για την ελευθερία του ανθρώπου, την ευθύνη του και τον προορισμό του Θεού;
Η Εκκλησία δέχεται και διδάσκει: α’) ότι ο άνθρωπος σώζεται εκούσια (με τη θέλησή του), διότι ούτε άθελα πιστεύει κανείς, ούτε αγαπά, ούτε γίνεται τέλειος με την αρετή· β’) ότι μόνος ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την απιστία του, διότι θεληματικά κώφευσε στη φωνή που τον κάλεσε να σωθεί επειδή κυριάρχησε στην καρδία του η κακία και η αμαρτία· και γ’) ότι ο Θεός προορίζει εκείνους που προγνωρίζει σαν πάνσοφος και παντογνώστης, όχι όμως απόλυτα (Ρωμ. 8:29-31), πράγμα που σημαίνει ότι ο προορισμός του Θεού έχει σαν βάση την πρόγνωση και κατά συνέπεια ο προγνωστικός προορισμός αποκλείει τον απόλυτο προορισμό.