Ιστορία της εκκλησίας(1/3)

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
του Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ[1]
Καθηγητού Πατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Μεταγλώττιση στην Νεοελληνική
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Δράγα
  Καθηγητού Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης


Μέρος 1ον Εκκλησία των Εννέα Πρώτων Αιώνων
(από την ίδρυση της Εκκλησίας μέχρι το Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, 33-867 μ.Χ.)

a. h eκκλησία των τριών πρώτων αιώνων
(δηλ. Η Εκκλησία υπό διωγμό, 33-313 μ.Χ.)

1. Η κατάσταση του κόσμου όταν ήρθε ο Χριστός
Ο Όλυμπος υψωνόταν πάντοτε αγέρωχος, οι μεγαλοπρεπείς ναοί διατηρούνταν, και τα ονόματα των θεών διασώζονταν. Έλλειπε όμως κάτι που έκανε και τον Όλυμπο κενό, και τους ναούς κενούς, και τα ονόματα των θεών επίσης κενά. Έλειπε η πίστη, και όταν λείπει η πίστη στον ένα Θεό, λείπει η ελπίδα, και η κοινωνία χωρίς ελπίδα είναι ηθικά νεκρή. Τέτοια ήταν η κοινωνία όταν ήλθε ο Χριστός.
Μονάχα μια μικρή γωνιά της γης υπήρχε όπου διατηρούνταν η πίστη στον Θεό, η Ιουδαία. Αλλά και εκεί ακόμα δεν διατηρούνταν η πίστη αγνή, όπως την δίδαξε ο Θεός μέσω των προφητών. Ήταν μια πίστη διεφθαρμένη με ανθρώπινες διδασκαλίες. Ήταν πίστη. Αλλά δεν ήταν τώρα πια η πίστη του πνεύματος και της καρδιάς. Ήταν η πίστη του γράμματος, των χειλιών. Ήταν μια πίστη νεκρή.
Και όμως τα γράμματα και οι επιστήμες ήταν στην ακμή τους. Υπήρχε ένα πλήθος φιλοσοφικών σχολών, ανάμεσα στις οποίες διακρινόταν για τις ηθικές αρχές της η Στωική. Καταγινόταν, αν και μάταια, να αντικαταστήσει την πίστη στην ανθρωπότητα , την οποία είχε απονεκρώσει η φιλοσοφία.
Ο Ρωμαϊκός αετός είχε συγκεντρώσει κάτω από τα πόδια του όλον τον τότε γνωστό κόσμο, και η γλώσσα των θεών, η ελληνική, είχε επικρατήσει ως η γλώσσα του κόσμου και μιλιόταν παντού. Ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε ο κόσμος παρουσιάσει μια τέτοια ενότητα, μία εξουσία, μία γλώσσα. Υπήρχε και μια ακόμα ενότητα, μια ενότητα πόθου. Ο κόσμος ήταν διεφθαρμένος, κι όμως αποστρεφόταν την διαφθορά. Έτσι κατέληγε η απιστία και η διαφθορά σε ένα πόθο, πόθο για βελτίωση και ανόρθωση, δίψα του κόσμου για τον Θεό, τον ισχυρό, τον ζωντανό.
Η ανθρωπότητα στεκόταν τώρα πια στο χείλος της αβύσσου. Η ακολασία κατέπνιγε την ανθρωπότητα. Δεν υπήρχε ιερό και όσιο. Οι ωραίες λέξεις, αγάπη, φιλία, καθήκον, είχαν διαγραφεί από το λεξικό της ανθρωπότητας και δεν υπήρχε πια κανένα ευγενικό συναίσθημα που να ανυψώσει τις καρδιές και κανένας ευγενικός παλμός για να τις κινήσει. Μόνο θαύμα θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Και το θαύμα γίνεται. Έρχεται ο Υιός του Θεού με ανθρώπινη μορφή και αναζωογονεί και ανακαινίζει τον απονεκρωμένο κόσμο. Κηρύττει την πίστη στον ένα Θεό, που δεν πρέπει να εκδηλώνεται πλέον με θυσίες ζώων, αλλά με θυσίες αγάπης. Έτσι, την απιστία διαδέχεται η πίστη, την απελπισία η ελπίδα, τον εγωισμό η αγάπη. Και οι τρεις αυτές λέξεις –πίστη, ελπίδα, αγάπη – ανακαινίζουν τον κόσμο.
Αλλά ο κόσμος ήταν πολύ διεφθαρμένος και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τι του προσφερόταν. Ποτισμένος με άλλες ιδέες δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον Θεό επάνω στη γη. Διψούσε ο κόσμος για σωτήρα, αλλά τον φανταζόταν κάπως αλλιώς.
Οι Ιουδαίοι από την μια μεριά ζητούσαν και περίμεναν τον Μεσσία. Πως όμως τον φανταζόντουσαν;  Μάλλον σαν πολεμιστή, που θα φρόντιζε μόνο για τον Ιουδαϊκό λαό και θα νικούσε και θα έθετε τους άλλους λαούς κάτω από την πτέρνα του Ισραήλ. Ζητούσαν Μεσσία, αλλά από τον  κόσμο τούτο. Αντί γι αυτόν όμως έρχεται ο Μεσσίας που κηρύττει ειρήνη, που φροντίζει για όλο τον κόσμο, που δεν ζητάει την βασιλεία του κόσμου τούτου την βασιλεία των Ουρανών. Διαψεύδει τις ελπίδες του Ιουδαϊκού λαού, γι αυτό και εγείρεται εναντίον του Μεσσία η αντιπάθεια και ο πόλεμος εκ μέρους των Ιουδαίων.
Από την άλλη μεριά, οι εθνικοί, δηλαδή οι ειδωλολάτρες – γιατί έτσι τους έλεγαν – και η εθνική θρησκεία, δηλ. η ειδωλολατρία, ζητούσαν και περίμεναν και αυτοί κάποιον Μεσσία. Αλλά σε μια εποχή κατά την οποία μόνο η δύναμη του ισχυρού εκτιμούνταν, δεν ήταν δυνατόν ποτέ να πιστευτεί, ότι εκείνος ήταν ο Σωτήρας του κόσμου, εκείνος ήταν ο Υιός του Θεού, που καταγόταν από μια περιφρονημένη χώρα και από φτωχούς γονείς, και που δεν είχε που την κεφαλή κλίνει.
Έτσι, ο Χριστιανισμός από την πρώτη του εμφάνιση ήλθε σε σύγκρουση με τον κόσμο και εγέρθηκε εναντίον του άμεσος διωγμός, από την μια μεριά από τον Ιουδαϊσμό, και από την άλλη, από τον Εθνισμό.
2. Οι Διωγμοί
α). Εκ μέρους των Ιουδαίων: Την ημέρα της Πεντηκοστής του έτους κατά το οποίο αναστήθηκε ο Χριστός (δηλ. το 33 μ.Χ.), έστειλε στους μαθητές του, στα Ιεροσόλυμα, το Πνεύμα που τους είχε υποσχεθεί. Κατά την ημέρα εκείνη προστέθηκαν στους 120 μαθητές, μετά τα σημεία που επακολούθησαν το κήρυγμα του Πέτρου, 3,000 περίπου πού έσπευσαν να βαπτιστούν. Οι Ιουδαίοι εκείνο τον καιρό ήταν διηρημένοι σε τρεις θρησκευτικές αιρέσεις. Η πιο πολυπληθής ήταν η αίρεση των Φαρισαίων. Τους Φαρισαίους διέκρινε φανατικός ζήλος στην εκπλήρωση των τύπων του νόμου, εξωτερική πίστη που επιδείκνυε σφοδρό μίσος κατά των ξένων, το οποίο θέρμαινε την ελπίδα και τον πόθο τους για τον ερχομό του Μεσσία που θα τους ελευθέρωνε από τον ζυγό των ξένων και θα υπέτασσε τον κόσμο στα πόδια του Ισραήλ. Έρχεται όμως ο Χριστός, που πολεμάει και καυτηριάζει τους Φαρισαίους για την θρησκεία των τύπων, και διαψεύδει τις ελπίδες του για έναν  Μεσσία κατακτητή. Από εκεί και μετά ακολουθεί σφοδρός πόλεμος των Φαρισαίων εναντίον του Χριστού και της διδασκαλίας του.
Η δεύτερη αίρεση ήταν οι Σαδδουκαίοι, που πολεμούσαν την χριστιανική θρησκεία, γιατί αρνούνταν την ανάσταση του Χριστού, επάνω στην οποία βασίζεται ολόκληρο το χριστιανικό οικοδόμημα. Οι Σαδδουκαίοι ήταν άσπονδοι εχθροί των Φαρισαίων, δεν τηρούσαν αυστηρά τον νόμο, αρνούνταν την ύπαρξη των αγγέλων και ήταν φίλοι των ξένων. Η τρίτη αίρεση ήταν των Εσσαίων που είχε ασκητικό χαρακτήρα.
Η αντίθεση των δοξασιών και των βλέψεων του Χριστιανισμού προς τις δύο κυριότερες Ιουδαϊκές αιρέσεις (τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους) ήταν φυσικό να επιφέρει δεινούς διωγμούς κατά του Χριστιανισμού. Εκτός από φυλακίσεις και άλλες καταδιώξεις, τις οποίες υπέστησαν οι μαθητές στην Παλαιστίνη, αίμα μαρτυρικό πότισε την γη εκείνη, όπου μαρτύρησε ο Υιός του ανθρώπου. Ο Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας έπεσε πρώτο θύμα της άγριας εκείνης λύσσας (το έτος 36 μ.Χ.), του οποίου οι τελευταίες λέξεις, ενώ τον λιθοβολούσαν, ήταν , «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου. Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.» Τότε ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα, έτσι ώστε διασκορπίστηκαν όλοι οι Χριστιανοί και μόνον οι απόστολοι έμειναν στα Ιεροσόλυμα.
Μεταξύ εκείνων που καταδίωκαν με μανιώδη τρόπο τον Χριστιανισμό ήταν και κάποιος νεαρός φαρισαίος ονομαζόμενος Σαούλ, ο οποίος όμως, ύστερα από μια θαυματουργική εμφάνιση του Κυρίου σ’ αυτόν (το έτος 37 μ.Χ.) μετατράπηκε από διώκτης ένθερμος κήρυκας του Ευαγγελίου και ένας από τους στυλοβάτες του Χριστιανισμού, ο απόστολος Παύλος. Αργότερα μαρτύρησαν, μεταξύ άλλων και απόστολος Ιάκωβος και, ο οποίος αποκεφαλίστηκε (το έτος 44 μ.Χ.) και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος λιθοβολήθηκε (το έτος 62 μ.Χ.).
β) Οι Διωγμοί εκ μέρους των Εθνικών: Αν οι διωγμοί που υπέστησαν οι Χριστιανοί από τους Ιουδαίους ήταν δεινοί, τα όσα υπέστησαν από τους Εθνικούς είναι ανεκδιήγητα. Αρχικά οι Εθνικοί περιφρονούσαν τον Χριστιανισμό. Γρήγορα όμως την περιφρόνηση διαδέχτηκε ένας πόλεμος απηνής. Στον πόλεμο αυτό η ρωμαϊκή εξουσία επέδειξε τόσον ζήλο, όσο και ο λαός. Τι ήταν όμως εκείνο που διέγειρε την έχθρα της ρωμαϊκής εξουσίας κατά της θρησκείας του Χριστού; Τι άλλο παρά το πολιτικό συμφέρον; Η μόνη αρετή, που υπήρχε ακόμη ήταν η  πολιτική αρετή. Η υποταγή στην ρωμαϊκή εξουσία ήταν η ανώτερη αρετή. Ο αυτοκράτορας ήταν το ανώτερο όν. Ενώ το ρωμαϊκό κράτος ήταν η ακατανίκητη δύναμη. Και όμως έρχεται ο νέος Μεσσίας, ο οποίος διδάσκει ότι δούλος και αυτοκράτορας είναι αδελφοί και ίσοι ενώπιον του Θεού, ότι η ισχύς του ρωμαϊκού κράτους είναι πρόσκαιρη, θα καταλυθεί και θα έλθει η ισχύς του αιώνιου κράτους, της βασιλείας του Θεού.
Για τον εθνικό κόσμο η ισχύς ήταν στον κόσμο τούτο. Για τον Χριστιανισμό όμως ήταν στον κόσμο εκείνο. Γι αυτό και η σύγκρουση των δύο κόσμων, του κόσμου της ύλης και του κόσμου του πνεύματος  ήταν αναπόφευκτη. Η άρνηση της προσκυνήσεως της εικόνας του Καίσαρα ήταν η έσχατη προδοσία, ήταν προδοσία των ιδανικών του ρωμαϊκού κράτους.
Αλλά αν η αιτία της καταδίωξης του Χριστιανισμού από την πολιτεία ήταν λόγοι πολιτικοί, η δεισιδαιμονία, ο φανατισμός και το υλικό συμφέρον αρχόντων και αρχομένων πολύ συντελούσαν στην δεινότητα των διωγμών. Τυχαία δυστυχήματα, πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες, λιμοί, εκρήξεις αποδίδονταν στην οργή των θεών κατά της κοινωνίας, που ανεχόταν τους Χριστιανούς. Οι εθνικοί ιερείς και πλείστοι άλλοι υπέστησαν ζημιές στα υλικά τους συμφέροντα δια της εξάπλωσης του Χριστιανισμού. Οι Χριστιανοί θεωρούνταν όχι μόνο σαν εχθροί της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας, την οποίαν απέφευγαν και περιφρονούσαν. Τέλος οι συκοφαντίες κατά του Χριστιανισμού, ως ανήθικης θρησκείας, εύρισκαν εύκολη διάδοση. Αν συνενώσουμε όλους αυτούς τους λόγους, θα εξηγήσουμε το μίσος και την λύσσα με τις οποίες άρχοντες και αρχόμενοι προέβαιναν στους δεινούς εκείνους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών. Για τρεις ολόκληρους αιώνες ζούσε και αναπτυσσόταν η Εκκλησία κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας. Ήταν μια περίοδος πάλης, πάλης απόγνωσης και αγωνίας, μια περίοδος δοκιμασίας για την Εκκλησία. Και όπως το πυρ δοκιμάζει το χρυσάφι, έτσι και οι διωγμοί εκείνοι ήταν δοκιμαστήριο των ψυχών. Υπήρξαν και ασθενείς ψυχές που προτίμησαν την ζωή του κόσμου τούτου από την αιώνια ζωή. Υπήρξαν όμως και ευγενείς, θείες ψυχές που περιφρόνησαν τα βασανιστήρια και τις οδύνες, ακόμη και αυτόν τον θάνατο, για να κερδίσουν τον Χριστό! Αν επέζησε ο Χριστιανισμός στην δεινή εκείνη πάλη, τούτο οφείλεται στο αίμα των μαρτύρων αυτών. Είναι νόμος σκληρός, αλλά νόμος αμετακίνητος και γηραιός όπως ο κόσμος, ότι κάθε ιδέα για να μεγαλουργήσει πρέπει να εμποτιστεί στην κολυμπήθρα του αίματος και του αγώνα. Και όπως για να ωριμάσουν τα σιτάρια έχουν ανάγκη από δροσιά, έτσι για να ωριμάσει και να ανδρωθεί μια ιδέα είναι ανάγκη να χυθεί αίμα. Και πράγματι, ας κάνει κανείς μια ανασκόπηση της ιστορίας. Πόσο μεγάλο ήταν το κατόρθωμα χωρίς αγώνα και αίμα; Πραγματικά, το αίμα και ο διωγμός είναι εκείνα που φανατίζουν για μια ιδέα, και μόνο ο φανατισμός –ο αληθινός και ιερός φανατισμός– μπορεί να νικήσει και να επικρατήσει.
Ο πρώτος διωγμός κατά των Χριστιανών συνέβη στη Ρώμη κατά την εποχή του ωμού αυτοκράτορα Νέρωνα (το 64 μ.Χ.). Μια φοβερή πυρκαγιά, την οποία ο ίδιος ο Νέρωνας πιθανότατα διάταξε και την οποία αργότερα απόδωσε στους Χριστιανούς, έδωσε την αφορμή για το διωγμό. Τα σώματα των Χριστιανών περιτυλίσσονταν σε δέρματα άγριων θηρίων και ρίχνονταν βορά στους σκύλους, ή τα άλειφαν με πίσσα, τα κρεμούσαν σε δοκούς και τους έβαζαν φωτιά για να φωτίζουν σαν ζωντανές λαμπάδες τους κήπους του αυτοκράτορα και αιμοχαρούς Καίσαρα. Τότε μαρτύρησαν στη Ρώμη και οι κορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
Την εποχή του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) πάλι καταδιώχτηκαν αλύπητα οι Χριστιανοί. Δεν λυπήθηκαν ούτε τον γέροντα επίσκοπο Ιεροσολύμων Συμεών, που ήταν συγγενής του Κυρίου και σε ηλικία 120 ετών. Αφού τον μαστίγωσαν, τον σταύρωσαν και έτσι βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Επίσης ο πολιός επίσκοπος Ιγνάτιος της Αντιόχειας εστάλη σιδηροδέσμιος στη Ρώμη και εκεί ρίχτηκε βορά στα θηρία. Λίγες μέρες πριν υποστεί το μαρτύριό του, προσευχόταν να υποβληθεί στα φρικτότερα βασανιστήρια για να κερδίσει τον Χριστό.
Την εποχή του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) και του Αντωνίνου Πίου (138-161) η πολιτεία δεν καταδίωξε συστηματικά τους Χριστιανούς. Ο λαός όμως συνέχισε τους διωγμούς του. Το 156 μ.Χ. συνέβη και ο φοβερός διωγμός στην Σμύρνη, στον οποίο έπεσε θύμα και ο τελευταίος από τους μαθητές των Αποστόλων, ο γηραιός επίσκοπος Πολύκαρπος, γιατί δεν δέχτηκε να απαρνηθεί Εκείνον τον οποίον υπηρέτησε πιστά για 86 χρόνια ως τον Κύριό του. Με καταπληκτικό θάρρος και αταραξία υπέμεινε τον θάνατο επάνω στην πυρά.
Την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου (161-180) έπεσαν πολλοί μάρτυρες σε πολλές περιοχές. Έψαχναν να βρουν τους Χριστιανούς και όσοι από αυτούς επέμειναν στην πίστη τους υποβάλλονταν σε μαρτύρια. Η δούλη Βλανδίνη μαστιγώθηκε, αναγκάστηκε να καθίσει σε πυρακτωμένο σίδηρο, ρίχτηκε στα θηρία και τελικά θανατώθηκε. Και όμως σε όλα αυτά τα μαρτύρια συνέχισε να φωνάζει γεμάτη θείο θάρρος «είμαι Χριστιανή».
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211) αρχικά ήταν ευνοϊκός προς τους Χριστιανούς, μετά όμως από το 202 τους κατεδίωξε ανελέητα, ιδιαίτερα στην Αφρική. Εκεί μαρτύρησε μεταξύ άλλων και η νεαρή γυναίκα Περπέτουα που είχε ευγενική καταγωγή επειδή έμεινε αμετακίνητη στην πίστη της. Πρώτα φυλακίστηκε και υποβλήθηκε σε διάφορα μαρτύρια, και έπειτα παραδόθηκε στα κέρατα μιας μανιασμένης άγριας αγελάδας και στην ακονισμένη σπάθα ενός μονομάχου.
Ο Δέκιος (249-251) έγειρε πάλι μεγάλο διωγμό εναντίον των Χριστιανών, γιατί διάταξε να εφαρμοστούν φοβερά βασανιστήρια σε όσους αρνούνταν να θυσιάσουν στα είδωλα.  Ο αριθμός των επισκόπων που έχασαν τότε τη ζωή τους ήταν πολύ μεγάλος.
Την εποχή του Γάλλου (251-253) και του Ουαλεριανού (253-260) πάλι καταδιώχτηκαν οι Χριστιανοί. Ύστερα όμως επικράτησε ειρήνη για 43 έτη (260-303). Κατάπαυσαν οι διωγμοί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Η ειρήνη όμως αυτή ήταν η άμπωτη πριν από την πλημμυρίδα. Γιατί σαν θύελλα ενέσκηψε ο χειρότερος από όλους του διωγμούς.
Ο διωγμός του Διοκλητιανού (284-305) ήταν ο οδυνηρότερος αλλά και ο τελευταίος. Τα πρώτα 18 χρόνια της ηγεμονίας του φάνηκε ειρηνικός προς τους Χριστιανούς. Ύστερα όμως αντιλήφθηκε ότι το ρεύμα της αύξησης του Χριστιανισμού ήταν ασταμάτητο –ιδιαίτερα ύστερα από την περίοδο 40 χρόνων ειρήνης που είχε προηγηθεί– και στο σημείο αυτό τον ερέθισε ο γαμπρός του Γαλέριος πού ήταν φανατικός εχθρός των Χριστιανών. Έτσι το 303 μ.Χ. άρχισε σφοδρό πόλεμο εναντίον των Χριστιανών. Η καταστροφή του ναού της Νικομήδειας έδωσε το σύνθημα. Την επομένη εκδόθηκε διάταγμα, με το οποίο όλοι οι Χριστιανοί αξιωματικοί και υπάλληλοι απολύοντας από την υπηρεσία τους και διαταζόταν η καταστροφή των χριστιανικών ναών και το κάψιμο των Γραφών. Ένα 2ο διάταγμα διάταζε να ριχτούν όλοι οι κληρικοί στις φυλακές και να εξαναγκαστούν να προσφέρουν θυσίες. Ένα 3ο διάταγμα (304 μ.Χ.) διάταζε όλους τους Χριστιανούς να θυσιάσουν στα είδωλα ή να θανατωθούν. Τότε μαρτύρησε ο Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, και ο Δημήτριος ο Μυροβλύτης στην Θεσσαλονίκη. Το 305 μ.Χ. μια ανίατη ασθένεια ανάγκασε τον Διοκλητιανό να καταθέσει το στέμμα. Μόνος του τότε ο Γαλέριος εμαίνετο στην Ανατολή εναντίον των Χριστιανών. Τελικά,  όμως, ενώ βρισκόταν στο νεκρικό του κρεβάτι, κατανόησε ο Διοκλητιανός ότι καμιά ανθρώπινη βία δεν θα μπορούσε να την αναχαιτίσει την Χριστιανή πίστη, αφού τόσα ποτάμια αίματος που χύθηκαν δεν κατάφεραν να την εξαλείψουν. Βασανιζόμενος από την ανίατη ασθένειά του σκέφτηκε ότι όλα αυτά ήταν η εκδίκηση του Θεού των Χριστιανών. Έτσι μετανόησε και ανακάλεσε τα διατάγματά του εναντίον των Χριστιανών (στις αρχές του 311 μ.Χ.). Ο Μαξιμίνος όμως ανανέωσε στην Ανατολή τους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών μετά τον θάνατο του Βαλέριου, και το ίδιο έκανε και ο Αύγουστος Μαξέντιος στην Δύση.
Ο Κωνσταντίνος, όμως, που ήταν Καίσαρας στη Δύση από το 306 μ.Χ., και είχε κληρονομήσει κάποια ευσέβεια από τον ήπιο πατέρα του τον Κωνσταντίνο Χλωρό (Καίσαρα της Δύσης μέχρι το 306), κατανόησε ότι ο Χριστιανισμός ήταν η θρησκεία του μέλλοντος. Αφού λοιπόν νίκησε τον Μαξέντιο, έγινε Κύριος της Δύσης (το 312 μ.Χ.). Στην μάχη που έδωσε εναντίον του Μαξέντιου, είδε ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με την παράδοση, ένα φωτεινό τρόπαιο του Σταυρού επάνω στον ουρανό, στο οποίο ήταν γραμμένο «Τούτῳ νίκα!» Τότε ο Κωνσταντίνος, λόγῳ του ονείρου, κατά το οποίο του εμφανίστηκε ο Χριστός και τον παρότρυνε να κατασκευάσει την σημαία του σταυρού (το λάβαρο) και να θέσει επάνω του το μονόγραμμα του ονόματος του Χριστού (ΧΡ).  Ο Κωνσταντίνος, αφού πρώτα κατατρόπωσε τον Μαξιμίνο στην Ανατολή, ανακήρυξε το 312 μ.Χ. για την Δύση και το 313 μ.Χ. για την Ανατολή, γενική θρησκευτική ελευθερία σε όλο το κράτος έχοντας λάβει και την σύμφωνη γνώμη του Λικίνιου που ήταν συναρχηγός του στην Ανατολή. Κατά συνέπεια, κάθε ένας πιστός είχε πλέον ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων. Οι Χριστιανοί ήταν και αυτοί ελεύθεροι να εξασκήσουν την λατρευτική τους παράδοση.
Τελικά, η Εκκλησία ανέπνευσε. Η ύπαρξή της εξασφαλίστηκε τώρα πια. Βαπτισμένη στο αίμα των μαρτύρων της εξήλθε από τον αγώνα εκείνο γεμάτη ακμή και ζωτικότητα. Αφού άντεξε σ’ εκείνον τον αγώνα, τίποτε πλέον δεν θα ήταν ικανό να εμποδίσει την περαιτέρω πορεία της. Βέβαια η πορεία της δε θα ήταν πάντοτε ροδόσπαρτη. Είχε να παλέψει, όπως συνεχίζει να το κάνει και σήμερα. Ο αγώνας της όμως δεν ήταν πλέον αγώνας υλικής βίας, αλλά αγώνας πνεύματος. Αλλά τι μπορεί να φοβίσει την Εκκλησία σε ένα τέτοιο πνευματικό αγώνα, αφού η ίδια είναι καθίδρυμα του Πνεύματος του Κυρίου;
3. Οι πνευματικοί αγώνες της Εκκλησίας
Κατά την περίοδο αυτή, κατά την οποία το σπαθί και η φωτιά τόσο πολύ δοκίμασαν την Εκκλησία, υπήρξαν και συγγράμματα και κατηγορίες από φιλόσοφους και Ιουδαίους που προσπαθούσαν να πολεμήσουν τον Χριστιανισμό.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι Εθνικοί και οι Ιουδαίοι εναντίον των οποίων η Εκκλησία είχε να αντιπαλέψει, διότι δεν ήταν εκείνοι που της δημιουργούσαν τα περισσότερα προβλήματα. Είχε να αντιπαλέψει ενάντια στις παρανοήσεις και στις διαστροφές του πνεύματος του Ευαγγελίου μέσα στους ίδιους τους κόλπους της. Ήταν επόμενο, ότι ένα τόσο υψηλό φαινόμενο, όπως ο Χριστιανισμός, θα γινόταν αντικείμενο έρευνας μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής μόρφωσης και διαφορετικών τάσεων, και δεν γινόταν κατανοητό από όλους αλλά θα προέκυπταν παρεξηγήσεις. Τα πλήθη που γίνονταν Χριστιανοί δεν μπορούσαν, ως εκ θαύματος, να αποβάλουν αμέσως κάθε σχέση με την αρχική τους θρησκεία. Η συνήθεια, σαν δεύτερη φύση, διατηρούσε μέσα τους ίχνη και έθιμα και τρόπους σκέψεως της παλαιάς τους θρησκείας και όποιος γινόταν Χριστιανός μετέφερε πολλές φορές μέσα στον όλο κύκλο των προηγούμενων παραστάσεων στον νέο τρόπο ζωής και αναζητούσε να αναπλάσει μέσα από τους δύο έναν νέο κόσμο. Μάλιστα, επειδή ο Χριστιανισμός κηρύχτηκε από την μια πλευρά στους Ιουδαίους και από την άλλη στους Εθνικούς, γεννιόταν ένας διπλός κίνδυνος για τον Χριστιανισμό, λόγω της ανάμιξής του με ιδέες αφενός Ιουδαϊκές και αφετέρου Εθνικές.
Η ανάμιξη αυτή του Χριστιανισμού με τα ξένα αυτά στοιχεία δημιούργησε τις αιρέσεις, οι οποίες σύμφωνα με τις δύο κυριότερες τάσεις τους διαιρούνταν σε δύο συστήματα, σε ιουδαΐζουσες και σε αιρέσεις που τελούσαν κάτω από την επίδραση εθνικών θρησκειών και της φιλοσοφίας.
Οι ιουδαΐζουσες αιρέσεις (ιδιαίτερα οι Εβιωνίτες), έτειναν να μετατρέψουν τον Χριστιανισμό σε ιουδαϊκή αίρεση, γιατί θεωρούσαν την περιτομή και όλον τον ιουδαϊκό νόμο σαν απαραιτήτως  αναγκαία για την σωτηρία. Ο Χριστός ήταν για αυτούς άνθρωπος που προικίστηκε κατά το βάπτισμά του με θείες δυνάμεις. Ο Απόστολος Παύλος, που είχε κηρύξει την ελευθερία του Χριστιανού από τον ιουδαϊκό νόμο, θεωρείτο από αυτούς ως αιρετικός.
Οι αιρέσεις που τελούσαν κάτω από την επίδραση εθνικών θρησκειών και της φιλοσοφίας (και εμφανίστηκαν από τον 2ο αιώνα μ.Χ.) επιζητούσαν να αναπτύξουν την Χριστιανική διδασκαλία, όχι με βάση τις Γραφές και την γνήσια Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά με βάση νόθες Γραφές και απόκρυφες παραδόσεις. Μάλιστα, επειδή οι αιρετικοί αυτοί νόμιζαν ότι μόνο εκείνοι είχαν την αληθινή γνώση του Χριστιανισμού (και ήσαν πνευματικοί), σε αντίθεση με όλους τους άλλους Χριστιανούς και της Εκκλησίας που βρίσκονταν στο σκοτάδι (και ήσαν σαρκικοί) ονομάστηκαν Γνωστικοί  και οι αιρέσεις τους Γνωστικές αιρέσεις.
Η κοινή ιδέα όλων των γνωστικών συστημάτων ήταν η αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, στο φως και στο σκοτάδι. Ο Θεός είναι Θεός του φωτός, ο οποίος πρόβαλλε μέσα από την ύπαρξή του μια σειρά από φωτεινά πνεύματα, που όσο απομακρύνονται από τον Θεό, τόσο είναι και ατελέστερα. Σε αντίθεση με το βασίλειο αυτό του φωτός υπάρχει το βασίλειο του σκότους. Ο κόσμος πλάστηκε από την ύλη από ένα από τα κατώτερα αυτά πνεύματα, τον Δημιουργό, γι αυτό και ο κόσμος αυτός είναι ατελής, και υπάρχει μέσα του το κακό, του οποίου η βάση είναι η ύλη. Ο κόσμος περιμένει την  απολύτρωσή του από την ύλη και αυτό ακριβώς είναι το έργο του φωτεινού πνεύματος, του Χριστού, η απολύτρωση του κόσμου από το κακό, η νίκη πάνω στο βασίλειο του σκότους μέσω της γνώσης. Επειδή η ύλη είναι κακό το σώμα που προσλαμβάνει ο Χριστός είναι φαινομενικό και όχι πραγματικό. Επειδή η βάση του κακού είναι η ύλη, για να πολεμηθεί το κακό πρέπει να πολεμηθεί η ύλη. Αυτό γίνεται κατορθωτό στα διάφορα περισσότερα Γνωστικά συστήματα με την αποχή από τις ηδονές της ύλης, με αυστηρή εγκράτεια. Σε άλλα όμως συστήματα αυτό επιτυγχάνεται με σωματικές καταχρήσεις, γιατί το σώμα, που έχει υλική προέλευση, πρέπει να νεκρωθεί με καταχρήσεις. Οι Γνωστικοί περιφρονούσαν την λατρεία της Εκκλησίας θεωρώντας την υλική ενώ εκείνοι είχαν λατρεία πνευματική.
Ο πρώτος γνωστικός ήταν ο Σίμων ο μάγος, που βαπτίστηκε Χριστιανός από τον διάκονό Φίλιππο. Ο Απόστολος Πέτρος επιτίμησε τον Σίμωνα όταν ζήτησε να λάβει την χάρη του Αγίου Πνεύματος καταβάλλοντας χρήματα. Από τότε όσοι ζητούν να λάβουν κάποιο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος (επισκοπικό αξίωμα, ή κάτι άλλο) ονομάζονται σιμωνιακοί.
Συγγενικό με τα γνωστικά συστήματα είναι και το σύστημα των Μανιχαίων που παρουσιάστηκε στην Περσία στ μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ.
Εκτός από τις αιρέσεις αυτές γεννήθηκαν κατά τους χρόνους εκείνους και άλλες διαμάχες στην Εκκλησία που προέρχονταν από παρεξηγήσεις της ορθής διδασκαλίας του Ευαγγελίου για την Αγία Τριάδα (3ος αιώνας μ.Χ.). Μια άλλη περίπτωση ήταν ο χιλιασμός (από τον 2ο αιώνα μ.Χ.), δηλ. η κακοδοξία ότι ο Χριστός με τους εκλεκτούς του θα βασιλέψει στη γη για χίλια χρόνια πριν γίνει η 2α Παρουσία. Άλλη πάλι περίπτωση παρεξήγησης ήταν εκείνη των Μοντανιστών (στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.) που θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τους μόνους καθαρούς, ενώ η Εκκλησία ήταν για αυτούς μολυσμένη επειδή συγχωρούσε τον δεύτερο γάμο. Παρόμοια φρονούσαν και οι Νοουατιανοί (στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ.). Πόσο λησμονήθηκε η διδασκαλία του Ευαγγελίου, που δεν συγχωρεί μόνον εκείνον που μετανόησε 7 φορές, αλλά και εκείνον που μετανόησε 77 φορές!
4. Η Πνευματική Παραγωγή στην Εκκλησία
Ενάντια σε αυτές τις διαφορετικές προσβολές κατά του Χριστιανισμού και τις παρανοήσεις του αληθινού πνεύματός του, εγέρθηκαν σοφοί άνδρες, που κήρυξαν τις αιώνιες αρχές του Χριστιανισμού, όντας κάτοχοι της αληθινής διδασκαλίας του Ευαγγελίου και συνδυάζοντάς την με την έξοχη φιλοσοφική τους παιδεία. Κατά την εποχή που αγωνιζόταν η Εκκλησία για την ύπαρξή της, αγωνίζονταν άνδρες σοφοί στον καλόν αγώνα της αλήθειας του Χριστιανισμού. Ο αγώνας αυτός ήταν η πνευματική φλόγα μέσα από την οποία διήλθε ο Χριστιανισμός. Και όπως με την υλική φλόγα των τριών πρώτων αιώνων διήλθε άτρωτος, έτσι και με την πνευματική αυτή φλόγα ανέδειξε όλο το θεϊκό μεγαλείο και όλη την λογική και ηθική ισχύ της διδασκαλίας του Ιησού!
Το έργο των σκαπανέων αυτών του Χριστιανισμού, ήταν κατά την περίοδο αυτή των τριών πρώτων αιώνων κυρίως απολογητικό. Τριπλό ήταν και το απολογητικό ενδιαφέρον. Οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας είχαν να αντιμετωπίσουν  τον Χριστιανισμό ενάντια στους Ιουδαίους, στους Εθνικούς και στους αιρετικούς. Στους αγώνες τους προς τους Ιουδαίους επιδίωκαν να αποδείξουν οι άνδρες εκείνοι την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού –ότι, δηλ., ο Χριστός είναι ο Μεσσίας τον οποίον είχαν προαναγγείλει και ότι το Ευαγγέλιο ήταν ασυγκρίτως πιο πνευματικό και ανώτερο από τον Ιουδαϊκό νόμο, του οποίου αποτελούσε την εκπλήρωση. Στους αγώνες τους προς τους Εθνικούς επιδίωκαν οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας να αποδείξουν ότι οι συκοφαντίες περί δήθεν αθεΐας, ακολασίας και έχθρας κατά της πολιτείας των Χριστιανών ήταν ψευδείς. Έτσι από απολογητές μεταμορφώνονταν σε κατήγορους που αποδείκνυαν ότι η εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία αντίκειται στους αιώνιους νόμους της αλήθειας και της ηθικής. Δεν αρνούνταν την ύπαρξη μεμονωμένων αληθειών στα φιλοσοφικά συστήματα, αλλά αποδείκνυαν ότι τις διασπαρμένες και μεμονωμένες αυτές αλήθειες τις ανέπτυσσε και τις συνένωνε σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο ο Χριστιανισμός, που ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από την φιλοσοφία σαν η ύψιστη και απόλυτη φιλοσοφία. Τέλος, στους αγώνες τους κατά των αιρετικών οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας επιδίωκαν να αποδείξουν τις πλάνες τους και από την ίδια την Αγία Γραφή και από την ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, σε αντίθεση προς τις αιρέσεις αυτές κήρυτταν την γνήσια διδασκαλία της Εκκλησίας.
Οι πνευματικοί αυτοί αγώνες, λοιπόν, αναφέρονταν στην ουσία της αλήθειας και στις αρχές του Χριστιανισμού.
Τέτοιοι άνδρες, που ήκμασαν στα τέλη του 1ου και στις αρχές του 2ου αιώνα, ήσαν οι Αποστολικοί Πατέρες, που είχαν παραλάβει την χριστιανική διδασκαλία από τους ίδιους τους Αποστόλους και των οποίων σώζονται οι επιστολές. Ανάμεσά τους διαπρέπουν οι εξής: ο Κλήμης Ρώμης, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας. Και ο Πολύκαρπος Σμύρνης.
Κατά τον 2ο αιώνα ήκμασαν οι Απολογητές του Χριστιανισμού, μεταξύ των οποίων διέπρεψε ο φιλόσοφος Ιουστίνος, που μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό όταν ήταν 30 ετών και μαρτύρησε την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου (το 165 μ.Χ.), και πολλοί άλλοι. Τον 3ο αιώνα διέπρεψε ο μέγας Ωριγένης, ο οποίος ήδη σε ηλικία 18 ετών άρχισε να διδάσκει στη θεολογική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Έγραψε τόσα πολλά σοφότατα συγγράμματα κατά την διάρκεια του βίου του, όσα μόλις θα είχε καιρό ένας απλός άνθρωπος να τα διαβάσει. Οι σύγχρονοί του τον θαύμαζαν για την επιμέλειά του και τον ονόμασαν αδαμάντιο και χαλκέντερο. Αργότερα επισημάνθηκαν διάφορες κακοδοξίες σε μερικά συγγράμματά του που καταδικάστηκαν συνοδικά.
Σαν πρόχωμα ενάντια στις αιρέσεις, που ήθελαν να στηρίζονται σε νόθες Γραφές και ιδιαίτερες παραδόσεις, η Εκκλησία συγκέντρωσε σε κανόνα τα αυθεντικά και γνήσια βιβλία των Αποστόλων και Ευαγγελιστών, και αντέταξε στην απόκρυφη παράδοση την γνήσια Αποστολική Παράδοση, η οποία διατυπώθηκε περιληπτικά στον Κανόνα της Πίστεως (στο Πιστεύω) που περιλαμβάνει τις κύριες αλήθειες του Χριστιανισμού.



[1] Το κείμενο που δημοσιεύουμε  εδώ είναι μια σύντομη εκλαϊκευτική γενική έκθεση της Ιστορίας της Εκκλησίας από έναν από τους πιο διακεκριμένους θεολόγους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκούς του 20ου αιώνα. Το βιβλιαράκι αυτό γνώρισε 15 εκδόσεις και τυπώθηκε αρχικά με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και ανατυπώθηκε στην Αμερική από τα «Εκδοτικά Καταστήματα της Ατλαντίδος εν Νέᾳ Υόρκῃ». Το αναδημοσιεύουμε στον «ΠΡΟΔΡΟΜΟ» για την ενημέρωση και οικοδομή των πιστών. Ο καθηγητής Δημήτριος Σ. Μπαλάνος (1877-1959) υπηρέτησε σαν καθηγητής Πατρολογίας και Κοσμήτωρ στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1924-1948), Πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών (1945-1946), μέλος (1931) πρόεδρος (1939) και Γενικός Γραμματεύς (1951-1956) της Ακαδημίας Αθηνών, και Υπουργός Θρησκευμάτων και Παιδείας (1935-1936 και 1945). Εκτός από το πλούσιο και πολύπλευρο και αυστηρά ακαδημαϊκό έργο του, ο καθηγητής Μπαλάνος διακρίθηκε ιδιαίτερα για το κοινωνικό και το εκλαϊκευτικό ακαδημαϊκό έργο του. Το δεύτερο περιελάμβανε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, ως και μικρές πραγματείες σε καίρια θέματα που εκδόθηκαν από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και κυκλοφόρησαν και στην Αμερική. Μία από αυτές είναι και η παρούσα πραγματεία.