Πρώην καθολικός

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ένας σύγχρονος νεομάρτυρας της Ορθοδοξίας (25η επέτειος του μαρτυρίου του: 1984-2009)

ΓιατΙ  εγκατΕλειψα τον παπισμΟ

Ιεροδιακόνου Παύλου ντε Μπάλλεστερ-Κονβαλιέρ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εφέτος συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο του Επισκόπου Ναζιανζού κυρού Παύλου ντε Μπάλλεστερ-Κονβαλιέρ (1927-1984). Εις μνήμη του αναδημοσιεύουμε το άρθρο του που εξηγεί το γιατί και το πώς έγινε ορθόδοξος από ρωμαιοκαθολικός. Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου Παύλου δημοσιεύθηκε αρχικά σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός» (Ιούλιος 1953, 285συν). Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός (Καταλανός την καταγωγή από την Βαρκελώνη) σπούδασε στην Αθήνα και στην Χάλκη. Χειροτονήθηκε στην Αθήνα διάκονος (1953) και ιερέας (1954). Υπηρέτησε ιερατικά πρώτα στην Κωνσταντινούπολη (1954-9) και έπειτα στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής (1959-84). Το 1970 χειροτονήθηκε τιτουλάριος επίσκοπος Ναζιανζού (στην Νέα Υόρκη) με έδρα το Μεξικό. Το έργο του εκεί, εκκλησιαστικό, ακαδημαϊκό και συγγραφικό, υπήρξε υπέρλαμπρο, σφραγίστηκε όμως με πρόωρο μαρτυρικό τέλος. Δολοφονήθηκε μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην πόλη του Μεξικού το 1984. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το εκπληκτικό έργο του δραστήριου επισκόπου. Επιφυλασσόμαστε να ασχοληθούμε με αυτό εκτενέστερα στο μέλλον.

1. Εισαγωγικά: Το Φρικτό Δίλημμα. Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.
Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερή Εξέταση, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, που χρονολογείται από το έτος 1647. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφαση της Ιερής Εξέτασης, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστέψει, να παραδεχθεί και να μεταδώσει σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.
            Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέσει ο νους μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφηση, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξη μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διαπίστωσα ότι εκείνη η απόφαση της Ιερής Εξέτασης που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπες Ιωάννης ΚΒ' και Κλήμης ΣΤ' διαδοχικά είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθεί ότι ο απόστολος Παύλος, καθ’ όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθεί στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλιά της Εκκλησίας, δηλαδή του απόστολου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι' στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ' στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.
            Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογράφησης. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνείδησης.
            Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περίτμητους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.
            Το πράγμα ήταν για μένα ολοφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ' αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος -γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους απόστολους και θέλει να συγκριθεί, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ' αυτούς, για ν' αποδείξει ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος». Πράγματι, όλοι οι Πατέρες ομοθυμαδόν παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι' εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ' αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα, και το ποίμαναν  οι απόστολοι με ομόθυμη όλων συγκατάνευση».
            Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία ήταν εδώ αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ' ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: το Ευαγγέλιο και την Ιερή Παράδοση από το ένα μέρος, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο; Σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι απόλυτη μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διακήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πει...ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διορίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας...είναι υπό ανάθεμα».  
2. Απευθύνομαι στο ξομολόγο μου. Μέσα σ' αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας μάταια μια ικανοποιητική λύση, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:
            «Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθείτε στο να ακολουθείτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.»
            Αυτή η απάντηση που δόθηκε με πολλή φυσικότητα, συντέλεσε ώστε η σύγχυση μου να μεγαλώσει. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίσει.
            Χωρίς να μου δώσει καιρό να προβάλω καμιά ένσταση, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:
            «Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθεί και θα στηριχθεί η πίστη σας. Διότι σ' αυτά θα βρείτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.»
            Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας.
            Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου αναχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ' αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα.
            Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή.
            Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και (ρωμαιοκαθολικών) «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχτηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».
            Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύση της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό και βαπτιστεί μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών μου. Επρόκειτο για μια επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το απόλυτα αξεχώριστο. Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρά υπερφυσική τους όψη και δεν μου είχε δοθεί ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.  
3. Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα. Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ' εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύση του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψη των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
            Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμη και η στερεότητα της Εκκλησίας», η οποία «αλλιώς δεν θα υπήρχε». Ο Χριστιανισμός αυτός καθαυτός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην Παποσύνη. Και κάτι πιο πολύ ακόμη! «Η Παποσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωση του και η ουσία του».
            Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως υπέρτατου Αρχηγού και ως ορατής Κεφαλής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκόσμιου και Αλάθητου Διδάσκαλου της Πίστεως, Αντιπρόσωπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένα Ποιμένων και Έπακρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε κάθε βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί κατά συνέπεια να ασκηθεί οποτεδήποτε και απ' ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι' αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο Υπέρ-Επίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
            Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ' αυτήν τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προορισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της Παποσύνης και να υποτασσόμαστε σ' αυτή και στους εκπροσώπους της. Έτσι ο Πάπας ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν. 
            Πάντα κατά την ρωμαιοκαθολική διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει και να κρίνει όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ' ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο να δικάζει με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ' εκείνους που δεν του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκεί και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, που είναι σύμβολα της πνευματικής και της κοσμικής δύναμης της. Η πρώτη απ' αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέληση και στην υπηρεσία του κλήρου».
            Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους Απόστολους να μιμούνται εκείνους τους βασιλείς της γης που «κατακυριεύουν των εθνών», αυτοτιτλοφορείται  και κοσμικός βασιλιάς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. Κατά διάφορους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίον άλλων Χριστιανών βασιλιάδων για την απόκτηση και άλλων εδαφών, ή απλά διψώντας και για άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα» παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικό-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίσει και να στερεώσει όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλη του Βατικανού. Πρόκειται για κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπρόσωπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.
            Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο, ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρικές θρησκείες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: είναι «αλάθητος θείω δικαίω,» σύμφωνα με τον δογματικό όρο της 1ης Συνόδου του Βατικανού, που έγινε το 1870. Από τότε και μετά «σ' αυτόν η ανθρωπότητα οφείλει να αποτίνει τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιερής Παράδοσης, διότι είναι πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύει και να διακηρύσσει ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουράνιου Θεού. Με βάση αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράσει, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησή του και τη διάθεσή του να θεωρεί ό,τι αυτός θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ' ολόκληρη την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύονται και να υπακούονται «ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνει τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικότατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμιά μέρα επιβάλει αμαρτίες και απαγορεύσει αρετές, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστέψει ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».  
4. Η απάντηση του εξομολόγου μου. Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύσταση δεν είχε σχέση, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος που οργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ' αυτήν την πεποίθηση έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου.
            «Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστη σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάση στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την Παποσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύση της Εκκλησίας κι' όχι μ' αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστης δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας στο σύνολό της». Η απάντηση ήλθε γρήγορα:
            «Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι' αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδραση της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίγει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπες έχουν αποφανθεί ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύει κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύει κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοση, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ' αυτή την περίπτωση όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι...».
            Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίσει την πεποίθηση μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της».
            Ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου.  
5. Ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύση. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθεί από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνση και σκέψη για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα.
            Πράγματι, απέναντι στην μονοκρατορική εξουσία του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν΄ «Θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί, αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω' έλεγαν: ‘Και εις ένα Πάπαν' παρά να λένε: ‘Και εις μίαν...Εκκλησίαν».
            Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο κβ' κεφάλαιο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την διαποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπέρτατου Ποιμένα με αποκλειστικά δικαιώματα πάνω σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Απόστολους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».
            Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε καν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Απόστολους και δεν μεταδόθηκε στους διαδόχους της τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μεταδόθηκε στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες».Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ' ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Έπακρο Ποντίφηκα της Ρώμης.
     Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγει από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχει κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλει με την αυθεντία του στους πιστούς.  
6. Η φοβερή απάντηση ενός Ιησουΐτη. Είχα καθ' όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχτώ στο κελί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωση της αρχαίας Εκκλησίας, απ' ευθείας από τις αποστολικές και πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ' αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ' αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
            Βρήκα τους περισσότερους απ' αυτούς τους κληρικούς πιο φανατικούς απ' ότι περίμενα. Παρ' όλο ότι αναγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάση της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεση της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ' εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ' αυτή τη φανατική προκατάληψη ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψη του:
«Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικότατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρεις συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας στον μοναχισμό. Η τέταρτη αυτή υπόσχεση είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεση της αγνότητας, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεση ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλαση μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ' όλες σας τις αλήθειες.
7. «Εδώ και λίγους αιώνες θα σας έκαιγαν στην πυρά της Ιερής Εξέτασης». Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων απ' αυτούς ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήταν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιερής Εξέτασης».
            Είχα πάντως, παρ' όλα αυτά, τη διάθεση να μείνω στο μοναστήρι και ν' αφοσιωθώ στην καθαρά πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωση διόρθωσής της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ' ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να συσσωρεύσει καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επιπλέον, αφού η καθαρότητα της διδασκαλίας είχε σπιλωθεί με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστης;
            Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
            «Ποιος ξέρει αν τα "μικρά μέσα σωτηρίας" που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Κύριο Ιησού Χριστό;...».
            «Σήμερα η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον που είναι ο κορμός που στηρίζει το παν και που είναι οι ρίζες που το τροφοδοτούν».
            «Με τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή Εκείνου ο Οποίος είναι το «ενός εστί χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».
            Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό δήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανεί διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν φάνηκε αποφασισμένος να θυσιάσει τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την υπόληψη που απολάμβανε.
            Έτσι εγκατέλειψα μόνος μου την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθεί ψεύτικη», «εκάθισεν εις τον ναόν του Θεού ως θεός». Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ: «Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας». Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνείδησής μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής...,ίνα μη συγκοινωνήσεις ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης».
Πώς, μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.
8. Στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας. Όσο η απομάκρυνση μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχηση στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέση μου απέβαινε πιο λεπτή.
            Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι οδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσή μου.
            Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν - χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος - οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
            Ούτε όμως και εκεί κατόρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εκδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίσει και να συζητήσει εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.
            Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ' εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστη τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
            Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνει την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρα, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ότι πιστεύουν».
            Από τις στήλες μιας πορτογαλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότητας είναι ότι εξ αιτίας του αλάθητου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράση: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό».
            Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ' 18-19, Ιω. κα' 15-17, Λουκ. κβ' 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ' αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
            Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
            Πριν προχωρήσω σε εξιστόρηση των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστεί μία αξιοσημείωτη εξέλιξη από την αρχή της πνευματικής μου οδύσσειας. Ορισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.
            Σιγά-σιγά, κατ' αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου».
            Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύση - που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρη στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψη σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξη ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέση που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωση, αλλά δεν αφέθηκε να εκφραστεί πλατύτερα, διότι έλαβε υπ' όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.
            Οι ορθόδοξοι στη Δύση δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
            Σ' αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδηση μου. Τόσο σ' αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές - τώρα πλέον και από την Ελλάδα - έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθιά και αγνά ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνα των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχηση τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Απόστολους».
            Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο «Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσή τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα.
            Από την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέση μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόσταση βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο.
            Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής Παράδοσης, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι».
            Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρει κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
            Τα επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθηση ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού.
            Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι υποχρεωμένος να θυσιάσει κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάσει στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Διότι αυτός μονάχα ζει και παραμένει στην ουσία του Χριστιανισμού και την αποκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια. 
            Έτσι δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητας που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απάρτιζαν την Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως.
            Η κατηγορία περί θεολογικής μομιοποίησης της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμιά αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.
            Σιγά - σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ' αυτόν τον ισπανό για την Ορθοδοξία - έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης - δεν είναι προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι΄ εγώ είχαμε αντιληφθεί, ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθητές που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά στο τέλος.
            Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεση της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία - όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία - εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάσει λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάσει ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το διάστημα εκείνο εμβάθυνα περισσότερο στη γνώση της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της. Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθεί αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ' εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελο της Ιερής Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη. Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερή Σύνοδος δεν άργησε ν' αποφασίσει την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη Ιερή τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Απόστολου των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερή Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
            Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόηση της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράσταση για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.  

Σημείωση: Ο επίσκοπος Ναζιανζού κυρός Παύλος όχι μόνο αναδείχτηκε άξιος αλλά και νεο-μάρτυρας της Ορθοδοξίας. Σε πρόσφατη επίσκεψή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στο Μεξιμό δόθηκε εντολή στον Μητροπολίτη Μεξικού και Κεντρώας Αμερικής κ. Αθηναγόρα να ανακομιστούν τα λείψανα του κυρού Παύλου στην Μητρόπολη και να τοποθετηθούν στο μνημείο του μακαριστού επισκόπου εις το προαύλιο του Καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας τον οποίο ανήγειρε ο ίδιος το 1961.