Ευαγγελισμός

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΝ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (PG 85: 425-452)
Του
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ

Μεταφρασμένη στην νεο-ελληνική
Υπο του
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΙΟΝ ΔΡΑΓΑ. δΘ
Πρωτοπρεσβυτέρου


1. Η Δυσκολία μας να εγκωμιάσουμε επάξια τη Θεοτόκο: Α. Όποιος θέλει να υμνήσει την Αγία Παρθένο Θεοτόκο θα βρεί μεγάλες αφορμές για εγκώμια.  Εγώ όμως που γνωρίζω την αδυναμία μου, που δεν είναι ικανή να ανταποκριθεί στο μέγεθος των γεγονότων, παρέμενα αιχμάλωτος στην έκπληξη μου για πολύ χρόνο.  Ήμουνα σαν ένας άνθρωπος φορτωμένος με βαρύ φορτίο που είχε λάβει την εντολή να καταδυθεί σε ένα αχανές πέλαγος και αγωνιούσε πως να αναδυθεί από αυτό.  Έτσι φορτωμένος με αμαρτίες διστάζω να μιλήσω γι΄αυτό το θέμα  θεωρώντας το ζήτημα κρισιμότατο με το οποίο θα μπορούσαν να ασχοληθούν όσοι έχουν αποκτήσει κάθαρση στην ψυχή και στο σώμα, όσοι δηλαδή, είχαν εμπλουτιστεί με τη έκλαμψη της θείας χάριτος. Εγώ όμως στερούμαι μίας τέτοιας παρρησίας. Δεν καθαρίστηκαν τα χείλη μου με θείο κάρβουνο, όπως ο Ησαΐας που είδε τα Σεραφίμ.   Ούτε έλυσα  το υπόδημα από τα πόδια της ψυχής, όπως ο θεσπέσιος Μωϋσής. 

2. Η δυσκολία μας να δεχθούμε τη θεία αποκάλυψη: Το παράδειγμα του Μωυσή: Βλέπουμε, όμως ακόμη και αυτούς που διακόνησαν αυτά τα μεγαλειώδη πράγματα να αισθάνονται ίλλιγκο.  Όπως ο μέγας Μωϋσής, εκείνος ο πιο πράος από όλους τους ανθρώπους, τον οποίο προσκάλεσε ο ίδιος ο θεός, και τον απέστελε να διακονήσει την απελευθέρωση του λαού, παραιτείτο από ένα τέτοιο εγχείρημα για πολύ καιρό.  Και το έκανε αυτό παρά το γεγονός ότι έλαβε μεγάλα και θεία σημεία σαν θεία ενίσχυση της πίστεως του.  Αλλά και έπειτα, μετά την απελευθέρωση από την Αίγυπτο ενθαρρύνθηκε με μεγαλύτερα θαύματα.  Ήταν τότε που χτύπησε τη θάλασσα με την ράβδο του και άνοιξε το δρόμο στο λαό για να περάσει χωρίς να βραχεί (αβρόχοις ποσί).  Τότε ακριβώς που η ρευστή φύση των υδάτων της θάλασσας εξομοιώθηκε με τη φύση πελεκημένων πετρών που σχημάτιζαν αμετακίνητο τείχος από της δύο πλευρές.  Ήταν τότε, επίσης, που με το κτύπημα της ίδιας ράβδου η στερρεά και αποξηραμένη πέτρα πλημμύρισε την έρημο με αφθονία ποτάμιων ρευμάτων. Τότε πάλι που η πικρότητα κάποιων άλλων υδάτων μετατράπηκε σε γλυκύτητα με την παρεμβολή ενός ξήλου. Ή τότε που ένα αρίθμητο πλήθος  ταΐστηκε σε σημείο κορεσμού με άρτο που έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό με τρόπο παράδοξο.  Τότε έγιναν και τόσα άλλα πέρα απ’ αυτό από τον ίδιο τον  Μωϋσή, που ξεπερνούν την κατανόηση κάθε λογισμού.  Καί όμως, ύστερα από μία τέτοια εμπειρία θαυμάτων, όταν του ζητήθηκε ν’ ανεβεί στο όρος Σινά και να λάβει τις πλάκες που γράφτηκαν με το δάκτυλο του Θεού, διάταξε ο Μωϋσής τους άλλους να σταθούν μακριά από τις πλαγιές  του όρους, και να μην συνέλθουν σε μίξη με τις γυναίκες τους. Επίσης, διάταξε τους λειτουργούς της Σκηνής του Μαρτυρίου (δηλ. του Ναού) να ανέβουν λίγο ψηλότερα και να αποχωριστούν από την κοινωνία τους με το λαό.  Και το έκανε αυτό για να διδάξει στους πιστούς τη διαφορά της ιερατικής τάξεως και στάσεως.  Τέλος, τοποθέτησε πιό ψηλά από όλους τον Ααρών ως αρχιερέα, αν και τον κατάταξε σε θέση έξω από το γνόφο. Από όλους αυτούς μόνον ο Μωϋσής πλησίασε τον θεό, και διδάχτηκε την αρμονική σύσταση των ουρανών και θέσπισε την τυπική φανέρωση τους.  Αυτός λοιπόν που ήταν τόσο μεγάλος στήν αρετή, ακούγοντας τη βοή των σαλπίγγων, τις βροντές, και τις αστραπές, και αποκτώντας την εμπειρία κι των άλλων φοβερών γεγονότων, έφθασε σε τόσο υπερβολική αγωνία ώστε να μη μπορεί να συγκρατήσει τις ίδιες τις σκέψεις του, αλλά να φωνάζει σε όλους αναφανδόν σαν άνθρωπος κατάπληκτος από φόβο και τρόμο. 

3. Η αφετηρία μας πρέπει να είναι ο Θεός και τίποτε άλλο: Β.  Αυτά έκανε εκείνος ο Μωϋσής που άκουσε το θεό να του μιλάει με οράματα και όχι με αινίγματα, και συνομιλούσε μαζί του στόμα με στόμα.  Είναι προφανές λοιπόν πόσος φόβος θα μπορούσε να καταλάβει εμένα που θέλω να προσφέρω εγκώμια στη Θεοτόκο.  Είναι φόβος μήπως ξεφύγω από την αλήθεια και θέλοντας να τιμήσω με τα λεγόμενα μου, κάνω λάθος με το να πώ κάτι που δεν είναι αντάξιο για την αγία Θεοτόκο.  Κι’ αυτό διότι ο σκοπός μου δεν είναι να ανεβώ σε κάποιο αισθητό όρος. Ούτε είναι να διαπεράσω τον συγκεχυμένο αέρα που περιτριγυρίζει τη γή, ώστε να λαμπρυνθώ με την περικαλλή αυγή του αθέρα.  Ο σκοπός μου είναι, όπως και άλλωστε οφείλω να πράξω, να υπερβώ την ευκοσμία όλων αυτών των κοσμικών στοιχείων, και αφού φθάσω στις ουράνιες αψίδες, να μη σταθώ στο κάλλος τους, αλλά να τις ξεπεράσω με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος που μας οδηγεί στα θεία μυστήρια. Να προσπεράσω, επίσης, τους χορούς των Αγγέλων και να τους αφήσω πίσω μαζί με τους Ταξιάρχες τους.  Να υπερβώ τη λαμπρότητα των Θρόνων  και την τιμητική υπεροχή των Κυριοτήτων, την ηγεμονία των Αρχών, και την περιφάνεια των  Εξουσιών.  Ακόμη, να ξεπεράσω το κράτος των Θείων Δυνάμεων, τη διορατική δύναμη της καθαριότητας των πολυόμματων Χερουβίμ, και την απεριόριστη κίνηση των εξαπτέρυγων Σεραφίμ. Και αν ακόμα υπάρχει και κάποια άλλη κτιστή ύπαρξη πέρα από όλες αυτές, να μη σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μου και στην απόφαση μου.
Εάν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που, αν και είναι δεσμευμένος με τη σάρκα, μπορεί να ατενίσει τολμηρά με τα πολυπράγμονα μάτια του νου του και να κατανοήσει το συναίδιο απαύγασμα της πατρικής δόξας (τον Χριστό) με τη λάμψη και τη δύναμη του αληθινού φωτισμού, θα πρέπει από εκεί να αρχίσει να περιγράφει τη φήμη της Θεοτόκου, αφού είναι πράγματι και λέγεται Θεοτόκος.  Μήπως υπάρχει κάτι υψηλότερο από αυτήν; Όχι βέβαια. Αφού δεν μπορεί να νοηθεί κάτι τι που υπάρχει ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα πράγματα.  Διότι, όπως δεν είναι εύκολο να διανοηθεί κανείς και να μιλήσει για το Θεό, αλλά πρόκειται για κάτι το τελείως αδύνατο, έτσι και το μεγάλο μυστήριο της Θεοτόκου είναι ανώτερο από κάθε διανόηση και ομιλία.  Επειδή όμως, ονομάζεται Θεοτόκος, διότι γέννησε το Θεόν που σαρκώθηκε, θ’ ανεβώ προς τον θεόν με προσευχή και θα τον καταστήσω Εκείνον βασιλιά του λόγου μου.  Δέσποτα, Παντοκράτορα, βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ που γεμίζεις με φωτισμό κατά τρόπο άρρητο τον ασώματο νου των ανθρώπων με το νοερό Σου φως, γέμισε με φωτισμό το νου μου, για να κατανοήσω το Προκείμενο μυστήριο χωρίς να πλανηθώ και να μιλήσω με ευσέβεια γι’ αυτό που θα εννοήσω και να μεταδοθεί με ακεραιότητα αυτό για το οποίο θα μιλήσω.  Διότι αυτός που θα αποπειραθεί να μιλήσει περί Θεού διατρέχει τριπλό κίνδυνο: ή να μην φωτισθεί, ή να αστοχήσει στο λόγο, ή να μην μπορέσει ν’ ακούσει το λόγο.

4. Η σωστή προσέγγιση στο Θεό: Καθαρίστε μου λοιπόν τις αισθήσεις σας επάξια, και ελάτε να ακούσετε τη θεολογική ομιλία με τρόπο θεοπρεπεί. Το ότι υπάρχει θεός είναι κάτι που πρέπει να πιστεύουμε.  Γιατί όσο επεκτείνεται προς τα άνω ο ανθρώπινος νους, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται πόσο αδύνατο του είναι να αποκτήσει κατανόηση.  Και αν, μάλιστα, αγωνιζόταν να πεί κάτι το μεγαλοπρεπές, η λαλιά νου θα ήταν μικρότερη από την αλήθεια.  Ποιός, λοιπόν μπορεί να ευνοήσει αυτό που είναι απερινόητο; Πώς ο πηλός που εμψυχώθηκε από το Θεό, και που αγνοεί την ουσία της ίδιας της ψυχής του, θα κατανοηθεί το Θεό που τον την ενεφύσησε μέσα του;  Αν, λοιπόν, υπάρχει κάποιος μαθητής της ευσέβειας, δεν θα περιεργασθεί το τι είναι ο Θεός.  Απλά, θα αναλογισθεί το ότι υπάρχει ο Θεός  ξεκινώντας από αυτά που δημιουργήθηκαν από Αυτόν και από τα οποία θα αποκτήσει την έννοια της θείας ύπαρξης.  «Από το μέγεθος της καλλονής των κτισμάτων γίνεται αντιληπτός κατ’ αναλογία ο υπεύθυνος για τη γένεσης τους, (Σοφία Σολ. 13:5) δηλ.  ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα. Η άναρχη αρχή των όντων, η πλούσια πηγή των απαυγασμάτων, η πάγκαλη καλλονή των καλών. Η Τριάδα που αναγνωρίζεται ως Μονάδα, και η Μονάδα που προσκυνείται ως Τριάδα. Αυτής της υπέρτατης δόξας έγινε κατ’ εικόνα ο άνθρωπος πλουτισμένος με θεοειδείς ακτινοβολίες (μαρμαρυγές).

5. Το πρόβλημα της προσέγγισής μας στο Θεό και η μεσολάβηση του Χριστού: Αυτό όμως το κάλλος το αμαύρωσε  ο ρύπος της αμαρτίας, και μας μεταμόρφωσε σε κτηνώδες είδος. Όπως το διατύπωσε ο Υμνολόγος Δαβίδ, «Ο άνθρωπος που απολάμβανε τιμής, δεν κατανόησε, συναναστράφηκε με τα ανόητα κτήνη και εξομοιώθηκε με αυτά» (Ψαλ. 48:13). Και μάλιστα εξέπεσε και από την εξομοίωσή του με αυτά, όπως το λέει η Γραφή: «Ο βους γνωρίζει των κτίστη του και ο όνος την φάτνη που του έδωσε ο Κύριος του. Ο Ισραήλ όμως δεν με αναγνώρισε και ο λαός μου δεν με κατάλαβε» (Hσ. 1:3). Αν και σωφρονισθήκαμε με πολλούς τρόπους, δεν επιστρέψαμε στην ανώτερη ζωή, αλλά μάλλον χαρήκαμε για τους πονηρούς τρόπους ζωής.  Όμως, παρ’ όλα αυτά που έγιναν, ο Δεσπότης δεν αποστράφηκε τους δούλους. Θυμήθηκε τους οικτιρμούς Του, αν και ποτέ δεν τους λησμόνησε, διότι κινήθηκε προς μιά μεγαλύτερη υπερβολή φιλανθρωπίας κατά την μαρτυρία της Γραφής. «Όπου πλεόνασε η αμαρτία υπερπερισσευσέ η χάρις» (Ρωμ. 5:20). Διότι όταν μας είδε να βρισκόμαστε σε ανάγνωση, και να μή μπορούμε να βοηθηθούμε με τα έργα μας, αλλά μάλλον να χανόμαστε από αυτά, και να μας υπολείπεται πολύ λίγο για να οδηγηθούμε όλοι μας στο μηδέν, υπέστη κάτι τι από συμπάθεια προς εμάς (αν μπορούμε να το πούμε αυτό), αφού ο απαθής στη φύση του, μετέτρεψε σε στοργή που δεν αξίζαμε την οργή που δίκαια μας άξιζε. Γι’ αυτό, λοιπόν, έστειλε στην εικόνα που υπέστη διαφθορά τον ποιητή της εικόνας, για να την αναμορφώσει  με τα χρώματα της αγαθότητας Του.  Γι’ αυτό πήρε επάνω του τη μορφή του δούλου εκείνος που υπήρχε μέσα «στην μορφή του Θεού» για να ελευθερώσει τους υπόδουλους στην αμαρτία, να τους επαναφέρει στην πρωταρχική τους ευγένεια, να τους αναδείξει σε υιούς του επουράνιου Πατέρα, και να τους επανασυμορφώσει με βάση την ίδια την εικόνα Του. «΄Ετσι όσοι τον δέχτηκαν», όπως λέγει η γραφή, «σ’ αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα θεού». (Ιωάν. 1:14). Ας μην με εγκαλέσει λοιπόν κανείς, αν άλλα υποσχέθηκα στο προοίμιο μου και με άλλα έχω τώρα καταπιαστεί. Γιατί  είναι με αυτά που δοξάζομαι τον ευεργέτη μας Θεό, και μαζί Του δοξάζουμε ταυτόχρονα και την Μητέρα Του. Σ’ αυτόν, συνεπώς, θα πρέπει να επαναφέρουμε το λόγο μου.

6. Πως μεσολάβησε ο Χριστός; Γ. Επειδή λοιπόν θέλησε να καθαρίσει την εικόνα, και αποφάσισε να καταστήσει τη σάρκα αθάνατη, περιβλήθηκε ο ίδιος τη σάρκα για να θεραπεύσει το όμοιο με το  όμοιο. Έγινε τέλειος άνθρωπος κατά πάντα, για να σώσει τέλεια τον άνθρωπο τον οποίον έπλασε.  Και αυτό γιατί, αφού κατακρίθηκε η απαρχή του γένους μας λόγο της αμαρτίας, χρειαζόταν μία δεύτερη απαρχή που θα ήταν αναμάρτητη και θα εκπλήρωνε κάθε είδος δικαιοσύνης.  Μέσω αυτής συναρμολογείται  ολόκληρο το σώμα με την κεφαλή και προσφέρεται πάλιν στους ανθρώπους. Έτσι, όπως πεθάναμε με τον Αδάμ, έτσι θα ξαναζήσουμε με τον Χριστό. Θα μπορούσε βέβαια να μας σώσει και χωρίς την Ενσάρκωση, Εκεόινος που ενεργεί αυτό που θέλει αυτόβουλα. Ήθελε όμως να δείξει ότι η φύση που ηττήθηκε από την αμαρτία είναι με αυτόν ανώτερη από την αμαρτία. Ήθελε να κατακρίνει την αμαρτία μέ τη σάρκα Του, και να επεκτείνει σε όλους τη δικαιοσύνη Του. Να καταργήσει το διάβολο που έχει το κράτος του θανάτου, όπως λέγει ο θείος Απόστολος. «Διότι ότι ήταν αδύνατο για το Νόμο, λόγο της ασθένειας της σάρκας, ο Θεός, στέλνοντας τον Υιό Του με ομοίωμα σάρκας αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτία για αμαρτία με τη σάρκα, για να πληρωθεί  το δικαίωμα του Νόμου και σε μας τους ανθρώπους» (Ρωμ. 8:3-4). «Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι είχαν σάρκα και αίμα, γι’ αυτό πήρε και αυτός τα ίδια με αυτούς, ώστε να καταργήσει με το θάνατο Του υτόν που είχε πάρει την εξουσία του θανάτου, δηλ. τον διάβολο» (Εβρ. 11:14). Δεν προετοιμάστηκε για την αντιμετώπιση του εχθρού, όπως αυτός έπραξε, επειδή ως Θεός έχει ακαταμάχητη και απροσπέλαστη δύναμη, αλλά, επειδή ήθελε να ανακαλέσει ο Αδάμ την δική του ήττα. Έτσι κατέβηκε στο μεγάλο μυστήριο της Ενανθρώπησης, παίρνοντας επάνω του το κάλυμα (καταπέτασμα) της σάρκας και συνομίλησε  μέσω αυτής με τους ανθρώπους που ήταν δεμένοι μ’ αυτήν. Και το έκανε αυτό, ώστε όπως όλα έγιναν από Εκείνον, έτσι και όλα να σωθούν από Αυτόν. 
Αλλά θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει.  Τι λοιπόν, παραμελούσε ο Θεός το ανθρώπινο γένος στα χρόνια που προηγήθηκαν προτού συμβεί τούτο το θαύμα;  Όχι, καλέ μου, θα απαντούσα. Ο Θεός προνοούσε για το γένος μας από την αρχή, δίνοντας μας πάντα την κατάλληλη νουθεσία.  Μας οδηγούσε στην αόρατη θεότητά Του χρησιμοποιώντας σαν μέσον τα ορατά κτίσματα. Επίσης, έβαλε μέσα μας το φυσικό νόμο για την γνώση των καλών και των κακών.  Μας έδωσε επι πλέον τη δύναμη του αυτοκράτορα λογισμού, σαν ηνίοχο και άριστο κυβερνήτη. Επειδή, όμως, αυτά τα καλά που μας δόθηκαν, οι παλαιοί τα κακομεταχειρίζονταν – γιατί, θαυμάζοντας την ωραιότητα των κτισμάτων, δεν δόξασαν τον Κτίστη, αλλά «ελάτρευσαν την κτίση παρά τον Κτίσαντα» (Ρωμ. 1:25). Αφού αθέτησαν το φυσικό νόμο και παραστράτησαν ακολουθόντας την αφύσικη κακία, τους έδωσε ο Θεός γραπτούς νόμους, που δίδασκαν την αληθινή θεογνωσία, και οδηγούσαν στο δρόμο της αρετής, αλλά και κριτές, βασιλιάδες, προφήτες, ιερείς, που τους καθοδηγούσαν σε ανώτερο τρόπο ζωής.  Παρ’ όλα αυτά οι ψυχές των ανθρώπων ασθενούσαν  βαριά, μέχρις ότου ήλθε ο ιατρός, που ανέτειλε  από παρθενική παστάδα (κοιτώνα).

7. Το Θαύμα της Ενσαρκώσεως και η σχέση του με τη δημιουργία του ανθρώπου: Δ.  Φθάνοντας σ’ αυτό το σημείο της ομιλίας μου, και αντικρίζοντας τον πλούτο του θαύματος μένω άφωνος από την έκπληξη! Δεν βρίσκω λόγια που να ανταποκρίνονται σ’ αυτά τα πράγματα. Με ποιό παράδοξο τρόπο να υμνήσω την παράδοξη χάρη; Πώς να δοξολογήσω την πηγή της φιλανθρωπίας; Πώς να αποτολμήσω να εξερευνήσω το παρθενικό πέλαγος και το βάθος του μεγάλου μυστηρίου; Εάν δεν με διδάξεις εμένα τον άπειρο κολυμβητή, Εσύ, ω Θεοτόκος, ώστε να «αποδυθώ τον παλαιό άνθρωπο που φθείρεται με τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4:22) και έπειτα να γέμισης με έλεος το στόμα της διάνοιας μου, ώστε να κατέβω στο βάθος της κυοφορίας Σου, και φορτωμένος με το φώς  του ελέους Σου να βρω μέσα Σου τον Μαργαρίτη της αλήθειας; Βοήθησε με στον αγώνα μου, να κατανοήσω αυτή την αλήθεια, ώστε έχοντας διδαχθεί από Εσένα, να μπορέσω να μιλήσω για Σένα, όχι για το πως έτεκες τον Λόγο που σαρκώθηκε - αφού ο τρόπος του τόκου Σου ξεπερνάει το πώς - αλλά για το ότι και μητέρα έγινες, και Παρθένος έμεινες, και ότι ο τεχθείς από Σένα έγινε αληθινός άνθρωπος και παρέμεινε και Θεός αληθινός, επανορθώνοντας το πλάσμα των χειρών Του.  Αυτός διέπλασε τον άνθρωπο αρχικά, και Αθτός τον ανέπλασε μεσω του ίδιου του Εαυτού Του κατά τις έσχατες αυτές ημέρες. Ήταν Αυτός που πήρε χώμα από τη γή και κατασκεύασε τον Αδάμ και τον εμψύχωσε με πνεύμα που προήλθε από τον ίδιο τον εαυτό Του. Δε του έδειξε, όμως, τον τρόπο με τον οποίο τον έπλασε, για να εμποδίσει προκαταβολικά το περίεργο θράσος του. Έτσι, αγνοώντας ο άνθρωπος τη σύνθεση του πηλού με την ψυχή, δεν θα ερευνούσε την ένωση του θεού με τη σάρκα. Ήταν σαν να του έλεγε, Μη τολμήσεις να ανέβεις στον ουρανό ενώ είσαι πεσμένος στην γή. Αναλογίσου ποιός είσαι, πως πλάσθηκες, πως διαμορφώθηκες, πως εμψυχώθηκες, πως κατοικεί μέσα στο σώμα σου το ασώματο. Μήπως άραγε επεκτείνεται αυτό το ασώματο στοιχείο σε όλα τα μέλη του σώματος; ή μήπως συστέλλεται ώστε να εμπεριέχεται μέσα σε ένα μόνο μέλος του; Αν επεκτείνεται, τότε δεν έχει νόημα, γιατί το να επεκτείνεται κάτι είναι ιδίωμα που χαρακτηρίζει τα σώματα. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η ψυχή είναι ασώματη. Αν πάλι συστέλλεται, τότε ακόμη περισσότερο δεν έχει νόημα, γιατί τότε όχι μόνο το ασώματο θα φαίνεται σα σώμα, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος θα φαίνονται σαν νεκρά, αφού θα στερούνται την παρουσία της ψυχής που τα ζωοποιεί.

8. Η ‘λογική’ της Ενσαρκώσεως: Βλέπεις λοιπόν, πόσο ασύλληπτη είναι η σύλληψη αυτών των πραγμάτων!  Πως λοιπόν, θα μπορούσες να βρείς όσα είναι πέρα από τις δυνατότητές σου; Εάν, βέβαια, θα μπορούσες να καταλάβεις την ύπαρξη σου, τότε φυσικά, θα μπορούσες να εξερευνήσεις και την δική μου τη Σάρκωση. Αλλά και τότε θα ήταν τολμηρό εκ μέρους σου να το κάνεις αυτό. Γιατί είναι άπειρο το χάσμα ανάμεσα στο θεό και στους ανθρώπους. Αν όμως, ούτε τη δική σου ύπαρξη γνωρίζεις, πως θα γνωρίσεις εκείνην που σε υπερβαίνει; Ας γίνουν, λοιπόν, φρόνιμοι οι παράφρονες και ας εγκαταλείψουν την ιουδαϊκή μέθη όσοι λένε ότι είναι αδύνατο να συλλάβει μια γυναίκα χωρίς επαφή με άνδρα. Τι, άραγε, είναι γι’ αυτούς πιο δύσκολο, να παραδεχθούν το να τεχθεί κανείς από γυναίκα, ή το να πλασθεί από τη γή;  Το να κυοφορήσει παρθενική μήτρα, η να εμψυχωθεί η γή, και να βλέπει, να λαλεί, να ακούει και να πράττει όσα θέλει; Πάλι, λοιπόν, πήρε ο Θεός χώμα και έπλασε άνθρωπο.  Πήρε χώμα από Παρθένο, δηλ. τη σάρκα που πήρε από Εκείνη, και έπλασε άνθρωπο, όπως Εκείνος γνωρίζει, και έγινε ο ίδιος άνθρωπος.  Πώς, λοιπόν εκείνοι που πίστεψαν στο προηγούμενο αντιλέγουν στο επόμενο;   Πώς ομολογούν την παντοδυναμία του θεού αναφορικά με τον πρώτο, κατηγορούν όμως την αδυναμία του θεού αναφορικά με τον δεύτερο; Διότι Αυτός που φιλοτέχνησε εκείνον, Αυτός ανακαίνισε και τούτον. Ας μη λέμε, λοιπόν, γιά τίποτε ότι είναι αδύνατο για το Θεό.  Γιατί όπου ενεργεί ο Θεός, εκεί το αδύνατο καταργείται.  Ούτε υπάρχει τίποτε το αισχρό στην ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με τους φρόνιμους κριτές της αλήθειας. Το όλο σώμα μας παίζει ρόλο οργάνου, αφού δεν γνωρίζει τι να πράξει από μόνο του, αλλά υπηρετεί το δικό μας θέλημα. Με αυτό η ψυχή, σαν μουσικός, ανακρούει τους φθόγγους της αρετής, ή εκτελεί τους τριγμούς της κακίας. Κανένας, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρεί αισχρό το σώμα των ανθρώπων και να το διαβάλλει σαν ξένο προς το Θεό.  Διότι δεν ντροπιάζει κανένα η πλάση, αλλά είναι η πράξη που καταισχύνει.  Δεν είναι ούτε ο οφθαλμός, ούτε το χέρι ούτε κάποιο άλλο μέρος του σώματος που αμαρταίνει, αλλά εκείνος που κακομεταχειρίζεται το χέρι, τον οφθαλμό, και τα άλλα μέλη.  Γι’αυτό, βέβαια, ο Δημιουργός και Δεσπότης των πάντων, έγινε κοινωνός της ανθρώπινης φύσης, αφού ετέχθη από την Παρθένο και Θεοτόκο.  Διότι, αληθινά φόρεσε σάρκα εμψυχωμένη, χωρίς όμως να μεταλάβει στην πράξη των ανόμων.  Όπως λέει η Γραφή, «Αμαρτία δεν έπραξε, και δόλος δεν βρέθηκε στο στόμα Του» (Ης. 53:9 και Α Πέτρ. 2:22).

9. Οι μοναδικές διαστάσεις της Ενσαρκώσεως: Ω, γαστέρα αγία και Θεοδόχος! μέσα στην οπόια σχίσθηκε το χειρόγραφο της αμαρτίας! μέσα στην οποία ο θεός έγινε άνθρωπος παραμένων Θεός, και ανέχθηκε την κυοφορία, και υπέστη γέννηση όπως εμείς οι άνθρωποι, χωρίς να κενώσει τους κόλπους του Πατρός, αν και επλήρωσε  τις αγκάλες της Μητρός. Δεν μερίζεται ο Θεός όταν ενεργεί όσα θέλει. Παραμένει αμέριστος, και ρυθμίζει τη σωτηρία του κόσμου. Ο Γαβριήλ, βέβαια, εγκατέλειψε τους ουρανούς, όταν ήλθε στην Παρθένο και Θεοτόκο.  Ο Λόγος του θεού, όμως, που πληροί τα πάντα, δεν χωρίστηκε από τον ουρανό όπου προσκυνείται, όταν σαρκώθηκε  μέσα της. Διότι όπως ο λόγος που γράφεται στο χαρτί είναι ολόκληρος αποτυπωμένος σ’αυτό, και υπάρχει ολόκληρος μέσα στο νου που τον γέννησε, και ολόκληρος μέσα σ’αυτούς που τον διαβάζουν, έτσι και ο Θείος Λόγος, ή μάλλον όπως γνωρίζει ο ίδιος ο Λόγος, είναι ολόκληρος μέσα στο σώμα Του, και ολόκληρος μέσα στο Θεό και Πατέρα, και πληροί τον ουρανό, και περιέχει τη γή, και συγκρατεί ολόκληρη την κτίση.  Ποιός θα εγκαλέσει το Θεό για μετριότητα; Ποιός θα Τον μεμφθεί για το ότι έγινε πτωχός για χάρη μας και έτσι μας κατέστησε πλουσίους στην βασιλεία των ουρανών; Τι θα πουν αυτοί που υποφέρουν από ανευλαβή ευλάβεια; που «φοβούνται για φόβο, εκεί που δεν υπάρχει φόβος» (Ψαλ. 52:6), μήπως πάθει ο Θεός κάτι, όπως αυτοί νομίζουν, αν και αυτός θεραπεύει τα πάθη των ανθρώπων με απάθεια; Γι’ αυτό απιστούν κατά πόσον η γέννηση Θεού που σαρκώθηκε εμπιστεύθηκε σε γυναικεία γαστέρα. Από αυτό μάλλον αποδεικνύεται ότι είναι απαθής, αφού και το παθητό σώμα φόρεσε και το απαθές της Θεότηλας Του κατέδειξε. Διότι, εάν αυτός ο κτιστός ήλιος δεν πάσχει κανένα μολυσμό στην καθαριότητα του, όταν έρχεται σε επαφή με ρυπαρούς και δύσοσμους τόπους, πως δεν θα ισχύει ακόμη περισσότερο για τον ήλιο της δικαιοσύνης που, φωτίζοντας μια αγνή Παρθένο και περνώντας από αυτήν το πανάγιο σώμα Του, θα παράμενε απαθής μέσα σ’ αυτό ως Θεός; Όταν οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τέλειο χαμό, και δεν είχαν καμία ελπίδα σωτηρίας, χρειάστηκε να γίνει προσέλευση του Θεού, όπως είχαν προαναγγείλει οι προφήτες.

10. Οι προφητικές μαρτυρίες για την Ενσάρκωση: Ο Ησαΐας είπε, «Ιδού η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και θα καλέσουν το όνομα Του Εμμανουήλ, που ερμηνεύεται, ο Θεός μεθ’ ημών» (Ης. 8:14, Λουκ. 1:31). Και πάλι, «Ότι παιδίον γεννήθηκε για μας, υιός δόθηκε για μας, του οποίου η εξουσία θα είναι στους ώμους Του, ...κτλ... Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. 9:6). Και κάπου αλλού, πάλι ο ίδιος προβλέπει την κοινωνία εν Χριστώ, που θα σχηματιζόταν από τα άλλα ξένα έθνη, και λέει: «Τότε θα βόσκουν μαζί ο λύκος και τα αρνί, και θα αναπαύονται μαζί η λεοπάρδαλης και το κατσικάκι, και θα τρέφονται στην ίδια βοσκή και το μοσχάρι και το λιοντάρι και ο ταύρος» (Ησ. 11;6). Και πάλιν, «Ιδού ο Θεός ημών, Αυτός θα έλθει και θα μας σώσει.  Τότε θα ανοίξουν οι οφθαλμοί των τυφλών και θα ακούσουν τα ώτα των κωφών. Τότε ο χωλός θα πηδάει από το ελάφι, όπως το ελάφι, και η γλώσσα των μουγγών θα είναι τρανή» (Ησ. 354,5). Ο Ιερεμίας αναφωνεί στον Βαρούχ, «Αυτός είναι ο Θεός ημών, και κανείς άλλος δεν θα θεωρηθεί θεός πλησίον Του.  Αυτός εφεύρε κάθε επιστήμη και την παρέδωσε στο παιδί Του τον Ιακώβ, και στον Ισραήλ τον αγαπημένο Του. Ύστερα φανερώθηκε πάνω στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους» (Βαρούχ 3:36)  Και ο Μιχαίας λέει, «Και συ Βηθλεέμ, οίκος του Εφραθά, δεν είσαι μικρή μέσα στις χιλιάδες του Ιούδα.  Από σένα θα εξέλθει ηγούμενος για Μένα που θα είναι ο άρχοντας του Ισραήλ.  Και η έξοδος Του είναι από την αρχή, από τις ημέρες του αιώνα» (Μιχαίας 5:2). Επίσης, ο Ζαχαρίας λέει: «Τέρπου και ευφραίνου Θυγατέρα Σιών, γιατί έρχομαι και θα κατασκηνώσω στο μέσον σου, λέει Κύριος. Και πολλά έθνη θα καταφύγουν στον Κύριο, και θα αποτελέσουν λαό Του» (Ζαχ. 2:10,11).
Ο θεσπέσιος Δανιήλ που εξαγγέλλει το όνειρο του Ναβουχοδονόσορ, ομιλεί  για τη εκ Παρθένου γέννηση ως εξής: «Κοιτούσα μέχρις ότου κόπηκε ένας λίθος από ένα όρος χωρίς χέρια και κατάστρεψε την εικόνα» (Δαν.  2:34) Και λίγο πιο κάτω λέει: «Και στις ημέρες εκείνων των βασιλέων, θα αναστήσει ο Θεός του ουρανού μία βασιλεία, η οποία δεν θα διαφθαρεί στον αιώνα.  Και η βασιλεία Του, δεν θα παραδοθεί σε κάποιον άλλον.  Θα μειώσει και θα κοσκινίσει όλες τις βασιλείες, και θα αναστηθεί σε όλους τους αιώνες» (Δαν.  2:44). Και πάλι λέει ο ίδιος τα εξής: «Έβλεπα σε όραμα νυκτερινό, και ιδού, μαζί με τα σύννεφα του ουρανού ερχόταν κάποιος σαν Υιός ανθρώπου, που έφθασε μέχρι τον παλαιό των ημερών και προσήλθε ενώπιον Του.  Και τότε δόθηκε σ’ Αυτόν η αρχή, και η τιμή, και η βασιλεία, και όλοι οι λαοί, οι φυλές, οι γλώσσες, υποτάχθηκαν σ’ Αυτόν.  Η εξουσία του είναι εξουσία αιώνια, που δεν θα παρέλθει.  Και η βασιλεία του δεν θα διαφθαρεί» (Δαν. 7:13,14) Και ο Σοφονίας λέει: «Ο Κύριος θα φανερωθεί σ’ αυτούς, και θα εξολοθρεύσει όλους τους λαούς των εθνών, και κάθε ένα από αυτά θα τον προσκυνήσει στον τόπο Του»  (Σοφ. 2:11). Πάνω όμως από όλους αυτούς, αλλά και περισσότερο από όλους τους, κράζει ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ: «Θα κατέβει σαν βροχή επάνω στη προβιά, και θα κυριαρχήσει από τη μία θάλασσα μέχρι την άλλη, και από τους ποταμούς μέχρι τα τα πέρατα της οικουμένης» (Ψαλ. 71:6,7). Και λίγο πιο κάτω, «Το όνομα Αυτού θα είναι ευλογημένο σε όλους τους αιώνες. Και πριν από τον ήλιο υπήρχε το όνομα Αυτού.  Και μέσω Αυτού θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης και θα τον μακαρίζουν όλα τα έθνη»  (Ψαλ. 71:38).    

11. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Ε. Τι ανάγκη υπάρχει να φέρουμε στη μέση όσα είπαν οι προφήτες, που προανάγγειλαν την παρουσία του Χριστού την οποία πραγματοποίησε η Θεοτόκος; Ποιά μεγαλόφωνη γλώσσα θα μπορούσε να εξυμνήσει τη Θεοτόκο ἐπάξια, αφού μέσω Εκείνης αξιωθήκαμε να λάβουμε τόσα μεγάλα αγαθά; Με τί άνθη επαίνων θα πλέξουμε το στεφάνι που Της οφείλουμε; Από Εκείνην αναβλάστησε το άνθος του Ιεσσαί, και Εκείνη ήταν που στεφάνωσε το γένος μας με δόξα και τιμή. Ποιά άξια δώρα μπορούμε να προσφέρουμε σ’ Εκείνην, αφού όλα τα του κόσμου είναι ανάξια σε σύγκριση μ’ Αυτήν; Άν ο Παύλος λέει για όλους τους αγίους, ότι «δεν είναι άξιος ο κόσμος σε σύγκριση μ’ Αυτούς» (Εβραίους 11:38), τι νά πούμε για τη Θεοτόκο, που λάμπει τόσο πολύ πάνω ἀπό όλους τους μάρτυρες όσο ο ήλιος υπερβαίνει τη λάμψη των αστέρων; Ω παρθενία, με την οποία δίκαια αγάλλονται οι άγγελοι, που αποστέλνονται προς διακονία των ανθρώπων, αν και αποστρέφονταν προηγουμένως το γένος μας. Χαίρεται ο Γαβριήλ, στον οποίο εμπιστεύθηκε ο Θεός το μήνυμα της θείας συλλήψεως. Γι αυτό και αρχίζει το χαιρετισμό του με τη χαρά και τη χάρι:
«Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σού» (Λουκ. 1:28). «Χαίρε κεχαριτωμένη», δηλ. ας λάμψει το πρόσωπό Σου από χαρά. Γιατί από Σένα θα γεννηθεί η χαρά όλων των ανθρώπων, και θα παύσει για όλους η αρχαία εκείνη αρά (κατάρα), αφού θα καταλυθεί το κράτος του θανάτου, και θα δοθεί σε όλους σαν δώρο η ελπίδα της αναστάσεως. «Χαίρε κεχαριτωμένη», ο αμάραντος παράδεισος της αγνότητας, μέσα στον οποίον φυτεύτηκε το δένδρο της ζωής, για να βλαστήσει για όλους τους ανθρώπους καρπούς σωτηρίας, και να ανοίξει η τετράστομη πηγή των Ευαγγελίων που θα αναβρύζει ποτάμια οικτιρμών για τους πιστούς. «Χαίρε κεχαριτωμένη», που μεσιτεύεις ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους, ώστε να καταλυθεί το μεσότοιχο τηε έχθρας, και να ενωθούν τα ουράνια με τα επίγεια. «Ο κύριος μετά Σου»! Γιατί Εσύ είσαι, πραγματικά, επάξιος ναός του Θεού, που ευωδιάζει με τα αρώματα της αγνότητας, στον οποίο θα κατοικήσει ο Μέγας Αρχιερέας, ο οποίος θα είναι κατα την τάξη Μελχισεδέκ, «αμήτωρ» (χωρίς μητέρα) και «απάτωρ» (χωρίς πατέρα) (Εβρ. 7:3) - «αμήτωρ» γιατί είναι «εκ Θεού Πατρός» και «απάτωρ» γιατί είναι  «εκ Σου της Μητρός».
«Η δε ιδούσα», λέει η Γραφή, «διεταράχθη επί τω λόγω αυτού» (Λουκ. 1:29), δηλ. από τα παράδοξα λόγια που είπε. Αλλά ο Γαβριήλ, για να την βγάλει από την απορία και την ταραχή, προλαβαίνει την άγνοια με την παράκληση, και της λέγει: «Μη φοβού Μαριάμ», γιατί ο φόβος είναι γι αυτούς που έρχονται σε σύγκρουση. Εσύ, όμως, «εύρες χάριν παρὰ τω Θεώ» (Λουκ. 1:30). Και αμέσως μετά της παρουσιάζει τη χάρι που ξεπερνάει κάθε άλλη, καθώς της λέει: «Ιδού θα συλλάβεις και θα γεννήσεις Υιόν, ο οποίος θα είναι μέγας και θα κληθεί Υιός Υψίστου. Σ’ Αυτόν θα δώσει Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαβίδ του πατρός Του, και θα βασιλεύσει στον οίκο Ιακώβ αιώνια, ώστε η βασιλεία Του δεν θα έχει τέλος. Και είπε η Μαριάμ προς τον άγγελον. Πώς θα γίνει αυτό σε μένα, αφού δεν γνωρίζω άνδρα» (Λουκ. 1:31-34); Δέν υπάρχει, λέει, κανένας άλλος τρόπος συλλήψεως στις γυναίκες, εκτός από την σχέση τους με άνδρα. Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να συμβεί σε μένα μιά τέτοια άσπιλη εμπειρία; Η παράδοξη αγγελία σου, μεταφέρει μιά δυσκολο-παράδεκτη πληροφορία. Πώς θα βλαστήσω καρπό χωρίς σπόρο; Πώς θα γεννήσω υιό ένώ είμαι άγαμη; Είναι εύλογες οι ερωτήσεις σου, της λέει ο αρχάγγελος, και ζητώ συγγνώμη γιατί σου αποκρίνομαι. Σου προμηνύω τον τόκο, χωρίς όμως να σου εξηγώ τόν τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι τό μόνο που γνωρίζω. Δεν θα γίνει η σύλληψη αυτή με τη μεσολάβηση κάποιου άνδρα, αλλά με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και θα είναι η δύναμη του Υψίστου που θα σε επισκιάσει και θα πραγματώσει τούτο το γεγονός. Γιατί, λοιπόν, προβάλλεις το νόμο της φύσεως μπροστά στο νομοθέτη της φύσεως; Γιατί πώς μπορείς να υποδεχθείς τον Πλάστη σου άν δεν ενδυναμωθείς από τον Ἴδιον; Μήπως είναι η κοιλία σου πλατυτέρα από τον ουρανό; μήπως υπερβαίνεις σε μέγεθος την κτίση, ή ποιός μπορεί να Τον χωρέσει μεσα στη φύση του; Ο σύμμαχός σου είναι πλησίον σου. «Δύναμις Υψίστου θα σε επισκιάσει»! Αν δεν σε επισκίαζε αυτή η δύναμη, δεν θα χωρούσες τον αχώρητο. Αν Αυτός που θα γεννήσεις δεν συνεργήσει μαζί σου στο τόκο Του, δεν θα μπορέσει ο πηλός να βαστάξει τον Πλάστη του. Επειδή, πάλι, με ρωτάς, πώς η άσπορη θα βλαστήσει καρπό;  Βάλε τούτο στο νού σου, για να πιστεύσεις στο θαύμα. Πώς συνέβη στη αρχή της δημιουργίας και βλάστησε η γή καρπούς χωρίς σπέρματα; Εκείνος που κατέστησε τη γη δυνατή να φέρει καρπό, Εκείνος θα καταστήσει δυνατή και τη δική σου κοιλία να καρποφορήσει. Σ’ εκείνην ελέχθη, «Ας Βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου» (Γεν. 1:11), και έγινε φύση των όντων, και στόλησε τα πάντα με  κάθε είδους καρπών. Σε σένα όμως λέγεται, «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σε, διο και το γενόμενον άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού» (Λουκ. 1:35).

12. Το Μυστήριο της Θείας Γεννήσεως: «Ιδού η δούλη του Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» (Λουκ. 1:38)! Καί τότε μπήκε σ’ ενέργεια στη παρθενική νηδύ (μήτρα) η διαδικασία της θείας συλλήψεως. Ποιά λογική θα μπορέσει να διαβεί τό ἀδιάβατο πέλαγος της άνύμφευτης λοχείας; Ποιός νούς είναι τόσο καθαρός και τόσο δυνατός στη θεωρία για να θεωρήσει τα αθέατα; Χρειάζεται γλώσσα ανώτερη από την ανθρώπινη, ή μάλλον αληθινά θεία έμπνευση που θα χαρίσει την εύρεση του ζητουμένου. Πώς έγινε η άκτιστη και αχώρητη ουσία του Λόγου που δεν έχει κοινωνία με καμμιά κτίση, στην οποία ούτε τα Χερουβίμ δεν τολμούν να προσβλέψουν, άν και υπερέχουν όλων των άλλων ταγμάτων, να έλθει σε κοινωνία με την ασθενή και γήινη φύση της ανθρωπότητας; Πρόκειται για Μυστήριο που έγινε τότε και παραμένει και σήμερα Μυστήριο, που ποτέ δεν θα παύσει να είναι Μυστήριο. Τότε αντίκρυσε η κτίση ό,τι δεν είχε δει ποτέ πριν, Υιόν, πατέρα της τεκούσης, Βρέφος που προϋπήρχε της μητέρας, Παιδίον αρχαιότερο από τους αιώνες! Γιατί Αυτός που γεννήθηκε δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά ο Θεός Λόγος που σαρκώθηκε από την Παρθένο, που περιβλήθηκε με σάρκα ομοούσια με τη δική μου, ώστε να σώσει με το όμοιο το όμοιο. Γιατί άν είχε άλλο σώμα διαφορετικό από το δικό μου, δεν θα είχε κοινωνήσει τη δική μου σάρκα, ούτε θα με είχε αξιώσει να γίνω κοινωνός της ζωής. Αν δεν πτώχευε πέρνοντας την ουσία μου, δεν θα είχα πλουτίσει εγώ με θεϊκή βασιλεία. Ήλθε, όμως, ο Εμμανουήλ σε τούτον τον κόσμο το οποίο είχε πλάσει από παλιά, σαν Παιδίον που γεννήθηκε πρόσφατα, άν και ήταν Θεός προαίωνιος. Ανακλήθηκε σε φάτνη, επειδή δεν βρήκε τόπο καταλύματος, και ετοίμασε αιώνιες σκηνές. Κατέβηκε σε σπήλαιο, αστέρας όμως τον ανήγγειλε. Δέχτηκε δώρα από μάγους, και χάρισε την απολύτρωση πταισμάτων. Κρατήθηκε στις αγκάλες του Συμεών άν και σαν Θεός αγκάλιαζε τα σύμπαντα. Φανερώθηκε σαν βρέφος σε ποιμένες, αλλά αναγνωρίστηκε σαν Θεός από τις στρατιές των αγγέλων που εξυμνούσαν τη δόξα Του στους ουρανούς, την επί γης ειρήνη και την εν ανθρώποις ευδοκία.

13. Η εμπειρία της Θεοτόκου: Όλα αυτά τα συγκρατούσε στήν καρδία της η αγία Μητέρα του Κυρίου των όλων και αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. 2:51), όπως λέει η Γραφή, προσθέτοντας όλα τα παράδοξα που συνέβαιναν γύρω από Αυτόν, και έτσι πολλαπλασίαζε την αγαλλίαση στην καρδία της, με χαρές και εκπλήξεις, ενώ διέβλεπε τα μεγαλεία του Υιού και Θεού της. Όταν, βέβαια, πρωτοαντίκρυσε το θείο εκείνο βρέφος, νομίζω ότι την κατέλαβε φόβος και πόθος καθώς διαλέχθηκε μαζί του μόνη προς μόνο, ως εξής: Ποιά, παιδί μου, όνομασία αρμόζει να βρώ για σένα; Μήπως ανθρώπινη; Μά, Εσύ είχες γέννηση θεϊκή. Μήπως θεϊκή; Μα, Εσύ πήρες ανθρώπινη σάρκωση. Τί λοιπόν να κάνω μαζί Σου; Να Σέ θρέψω με γάλα, ή να θεολογήσω; Να Σε φροντίσω σαν μητέρα, ή να Σε προσκυνήσω σαν δούλη Σου; Νά Σε σφίξω στην αγκάλη μου σαν υιό μου, ή να προσευχηθώ Σε σένα σαν Θεό μου; Νά Σου δώσω γάλα, ή να Σου προσφέρω θυμίαμα; Τί να κάνω μ’ αυτό το άρρητο και μέγιστο θαύμα; Ο ουρανός είναι για Σένα ο θρόνος Σου, και όμως η δική μου αγκαλιά Σε βαστάζει! Παρουσιάστηκες ολόκληρος εδώ κάτω, και όμως δεν απουσίασες καθόλου ἀπό εκεί επάνω. Η κατάβαση που έγινε δεν είναι τοπική, αλλά πραγματώθηκε σαν θεϊκή συγκατάβαση. Εξυμνώ τη φιλανθρωπία Σου, αλλά δεν ερευνώ την οικονομία Σου!

14. Το Μυστήριο της υπερευλογημένης Θεοτόκου: ΣΤ. Είδατε πόσο μεγάλο μυστήριο συντελέστηκε από τη Θεοτόκο, που υπερβαίνει κάθε γλώσσα και έννοια! Τί λοιπόν, δεν θα θαυμάσουμε τη μεγάλη δύναμη της Θεοτόκου και πώς υπερβαίνει όλους τους αγίους που τιμούμε; Γιατί άν έδωσε ο Χριστός τόση χάρη στους δούλους, ώστε να θεραπεύουν τους αρρώστους όχι μόνο αγγίζοντάς τους αλλά ακόμη με τη σκιά τους όταν πέφτει επάνω τους - γιατί όπως μας πληροφορεί το βίβλιο των Πράξεων των Αποστόλων, έφεραν στη μέση της αγοράς τους αρρώστους και η σκιά του Πέτρου τους θεράπευσε (Πρ. 5:15), ἐνώ κάποιος άλλος πήρε το μαντίλι που είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και βαζοντάς το επάνω στους ασθενείς τους ελευθέρωσε από τους κακούς δαίμονες (Πρ. 19:12) – τι δύναμη νομίζουμε ότι έδωσε στη μητέρα Του; Δέν της έδωσε, άραγε, μεγαλύτερη από τους υπηκόους; Είναι σε όλους καταφάνερο. Και πόσο θαυμαστό είναι πράγματι, ότι αυτά που ένεργούσαν οι άγιοι ως ζώντες, δεν κάλυψε η γή όταν απέθαναν. Διότι άν και τά σώματά τους είναι κρυμένα μέσα σε πέτρινους τάφους έχουν ακόμη τη δύναμη να σώζουν αυτούς πού έχουν ανάγκες, εάν τους πλησιάζουν επάξια. Εάν, λοιπόν χάρισε σ’ αυτούς τόση δύναμη ώστε να κάνουν τέτοια θαύματα, τί αντάλλαγμα θά έδωσε για το μητρικό γάλα στην Μητέρα που τον γέννησε και μέ ποιά χαρίσματα θα την στόλισε; Αν ο Πέτρος ονομάσθηκε «μακάριος» (Ματθ. 16:17), και του εμπιστεύθηκε ο Κύριος τά κλειδιά των ουρανών, πώς δεν θά ονομασθεί υπερμακαρία υπεράνω όλων Αυτή που αξιώθηκε να γεννήσει Εκείνον τον οποίον ο Πέτρος ομολόγησε; Αν ο Παύλος αποκαλέστηκε «σκεύος εκλογής» (Πραξ. 9:15) επειδή βάσταξε το σεβάσμιο όνομα του Χριστού και το κήρυξε σε ολόκληρη την οικουμένη, τι είδους σκεύος άραγε θα είναι η Θεοτόκος; Δεν χώρεσε μέσα της το μάννα όπως η χρυσή στάμνος, αλλά χώρεσε το ουράνιον άρτον μέσα στην κοιλία της, που δίδεται στους πίστους σαν βρώση και ρώση (δύναμη).

15. Επιλεγόμενα: Υποκινούμενος όμως από ευλάβεια, δεν θέλω να ειπώ περισσότερα για τη Θεοτόκο, μήπως και καταισχυνθώ περισσότερο από την αδυναμία μου να φθάσω στην αξία. Θα μαζέψω, λοιπόν, τα πανιά της ομιλίας μου, και θα αράξω στο ασφαλές λιμάνι της σιωπής, αφού όμως πρώτα ειπώ δυό λόγια σαν επίλογο στους πιστούς που συνήλθαν εδώ.
Αφού κερδίσαμε τόσα πολλά αγαθά και νικήσαμε και στο λόγο με όσα έκαμε η Θεοτόκος, ας αμείψουμε την Ευεργέτιδά μας με μιά αμοιβή που επιστρέφει σε μας τους ίδιους. Ποιά είναι αυτή; Είναι «η προς αλλήλους αγάπη, η οποία αποτελεί το πλήρωμα του νόμου. Διότι, ὀπως λέγει, όλος ο νόμος πληρούται με αυτό, δηλ. το, Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Ρωμ. 13:9,10). Και επίσης, «Διότι το ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, και οποιαδήποτε άλλη εντολή ανακεφαλαιώνεται μέσα σ’αυτόν τό λόγο, στο Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Ρωμ.13:9). Πάνω από όλα οφείλουμε να διατηρήσουμε το σώμα της Εκκλησίας αδιαίρετο. Και θα το επιτύχουμε αυτό αν φυλάξουμε τον πλούτο της ομόνοιας απαραβίαστο. Να μη προσποιούμαστε ότι διεκδικούμε την ορθή πίστη, όταν υπεραμυνόμαστε για την αναμεταξύ μας έχθρα. Να μη παρορτύνουμε στο κακό κάτω από το σχήμα της ευσέβειας. Ούτε να ξεφεύγουμε από τα ορθά δόγματα, εξ αιτίας παράνομων σχέσεων, και να καπηλευόμαστε την αλήθεια. Αλλά να φροντίζουμε μαζί με την ορθή πίστη, να αποκτήσουμε και καλή διαγωγή, γιατί το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο και κανένα δεν επαρκεί μόνο του για να αποδώσει άριστο αποτέλεσμα. «Η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή, όπως και τα έργα, χωρίς την πίστη» (Ιάκ. 2:20). Συσφίγγοντας, λοιπόν, τους εαυτούς μας με τους δεσμούς της αγάπης, ας προσφέρουμε στη Θετόκο την κάτωθι προσευχή:
          Ω, Παναγία Παρθένε, για την οποία όποιος λέγει σεμνά καί ένδοξα δεν αμαρτάνει ώς προς την αλήθεια άλλά ως προς την αξία (ως ανάξιος), λυπήσου μας ἀπὸ το ύψος του ουρανού, απ΄ όπου μας εποπτεύεις, και χάρισε μας στην παρούσα περίσταση την ειρήνη. Καθοδήγησέ μας ώστε να μην ντροπιαστούμε στο θρόνο της κρίσεως, αλλά να αποδειχθούμε μέτοχοι της εκ δεξιών Του παραστάσεως, όταν θα γίνει η αρπαγή μας στους ουρανούς, και συμμέτοχοι με τους αγγέλους στην εξύμνηση της ἀκτίστου και ομοουσίου Τριάδος που γίνεται αντιληπτή και δοξάζεται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, ΑΜΗΝ!